Archive

Posts Tagged ‘Άγιοι Σαράντα’

Οι αγώνες του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού για την πατρογονική του γη μέσα από τα δημοτικά τραγούδια

Οι αγώνες του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού για να συγκρατήσουν και διαφυλάξουν τα πατρώα του εδάφη, τη γη που κληρονόμησαν από αρχαίους χρόνους και έως σήμερα, ήταν πολλοί και σκληροί. ΄Ηταν αιματηροί. Μόνον έτσι μπόρεσαν να κρατηθούν και να κρατήσουν ζωντανή την εθνική τους ταυτότητα και αξιοπρέπεια. Χωρίς τη δική τους γη, να μπορούν να φτιάξουν εκκλησία και να στηρίξουν το σπίτι, την οικογένεια, χωρίς το δικό τους χωράφι και το λιβάδι, δεν θα είχαν μπορέσει να έρθουν ως στο σήμερα και να επιβιώσουν ως γνήσιοι έλληνες. Φυσικά, με πολλές θυσίες, πρωτάκουστες, μέσα σε αιώνες σκλαβιάς ανατολίτικων βαρβάρων. Τη βαρβαρότητα αυτή, καλύτερα απ’ όλους τους λαούς της Βαλκανικής την γνώρισαν οι Ελληνες, διότι δεν υπέκυψαν, δεν αλλαξοπίστησαν και τήρησαν άθικτη την εθνική τους ταυτότητα.

Φυσικά για το γεγονός και για όσα αναφέρουμε μιλούν πολλά ιστορικά στοιχεία. Θα θέλαμε να αναφερθούμε και σε μερικά δημοτικά τραγούδια-μαρτυρία των αγώνων και θυσιών του τόπου μας.

Ένα απ’ αυτά είναι το δημοτικό τραγούδι για έναν απ’ τους καπετάνιους του Βούρκου, το ΘΩΜΑ ΣΠΥΡΟ. Ο γνωστός καπετάνιος Θ. Σπύρος, κατάγονταν απ΄ το χωριό Καινούργιο, νομού Αγίων Σαράντα. Στις αρχές του 19ου αιώνα (1862-1866) με πολλές πιέσεις και εκβιασμούς, τούρκοι αγάδες και διάφοροι στρατιωτική υπάλληλοι της Υψηλής Πύλης, προσπαθούν να κάνουν τσιφλίκι όλα τα χωριά του Βούρκου, ακόμα και των ορεινών περιοχών. Πότε με τη βία, πότε με στημένες δικαστικές δίκες, πότε με πλαστά έγγραφα, οστεοποιώντας τα κεφαλοχώρια της Βορείου Ηπείρου. Ο καπετάνιος Θωμάς Σπύρος, για να μπορέσει να βοηθήσει το δικό του χωριό, το Καινούργιο και τα γειτονικά χωριά στην περιοχή του Βούρκου, μπόρεσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη και να εξασφαλίσει τα απαραίτητα έγγραφα (ταπιά) που μαρτυρούσαν πως αυτά ήταν ελεύθερα χωριά και όχι τσιφλίκια. Δυστυχώς όμως, κατά την επιστροφή του, στην πόλη του Δελβίνου την ώρα που πήγαινε να τα παρουσιάσει στις τοπικές αρχές τον δολοφόνησαν… Αυτό λένε και οι στίχοι του τραγουδιού.

«…Το μάθαταν τί γίνηκε, Καπετάν Σπύρο Θωμά,
Τούτη την εβδομάδα, Θωμά Σπύρο Καπετάνιε!

Στου Δελβίνου το παζάρι (επωδός)
Το Θωμά Σπύρο σκότωσαν
Μέσ’ στου σαραγιού την πόρτα…

-Θωμά μ΄ μωρέ Θωμά μ΄
Θωμά μ΄ και ποιος σε σκότωσε
Ωρ΄ν΄από τους Δελβινιώτες;

-Μονά – μωρέ μονάχος μου λαβώθηκα…»

Όπως είναι γνωστό κι απ΄ την ιστορία, την ίδια περίοδο ξέσπασε η μεγάλη αγροτική εξέγερση των χωριών του Δελβίνου που κράτησε περίπου απ΄ το 1862 ως στο 1866. Τότε διοργανώθηκε η μεγάλη πορεία χιλίων αγροτών προς το τουρκικό διοικητήριο των Γιαννίνων με τα γένια στο χέρι τα οποία και πέταξαν στην αυλή του διοικητηρίου ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Μεταξύ των άλλων διοργανωτών και υποστηριχτών, όπως του Καπετάνιου απ΄ το χωριό Καινούργιο, το Θωμά Σπύρου, εμπνευστή της ήταν και ο Φιλήμων Κίτσιος, μια άλλη εξέχουσα θρησκευτική, πνευματική προσωπικότητα με καταγωγή απ΄ το χωριό ΄Αγιος Ανδρέας της περιοχής του Θεολόγου. Είναι αυτός που μπόρεσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη ως εκπρόσωπος του αγροτικού κινήματος για τα δικαιώματα των αγροτών.

Ενα άλλο τραγούδι, γνωστό κι αυτό στο Β/Η χώρο, είναι το τραγούδι της Δρόβιανης. Πολλές φορές ο Αλή Πασάς, προσπάθησε να κάνει τσιφλίκια του τη Δρόβιανη και τη Λεσινίτσα. Πότε με πονηριές, πότε με χρήματα και πότε με βασανισμούς των κατοίκων του χωριού. Ο Πράτσικας ήταν ο πρόεδρος της Δρόβιανης, τον οποίο κάλεσε ο Αλή Πασάς να υπογράψει και να παραδώσει το χωριό του ως τσιφκλίκι. Στο περιστατικό αυτό αναφέρεται το παρακάτω δημοτικό τραγούδι.

«Ολος ο κόσμος κι ο ντουνιάς, φοβερέ μ΄Αλή Πασιά
σε προσκυνάει βεζύρ αφέντη.

Ενα χωριό είν΄η Δρόβιανη, φοβερέ μ΄Αλή Πασιά,
δεν προσκυνάει, βεζύρ αφέντη.

Σε πολεμάει με τα φλουριά φοβερέ μ΄Αλή Πασιά,
και με τα γρόσια βεζύρ αφέντη.

Σε πολεμάει ο Πράτσικας, «
για το χωριό του «

Στα Γιάννινα τον πάισανε, «
αλυσωμένο, «

Γραμματικός τον πρόσταξε, «
για να βουλώσει, «

Τη Δρόβιανη δεν την πουλώ, «
τσιφλίκι δεν την κάνω, «

Του λιώσανε τα κόκκαλα «
στις αλυσίδες, «

Η Δρόβιανη όμως, έμεινε ελεύθερη και όχι τσιφλίκι. Ο πρόεδρος του χωριού ο Πράτσικας, έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της!

Αναφέρουμε κι ένα άλλο τραγούδι. Κάνει λόγο για τη σύγκρουση των Κοκάτων του Δελβίνου με τους Λεσινιτσιώτες. Κι αυτοί, οι Κοκάτες, ζητούσαν να κάνουν τσιφλίκι τη Λεσινίτσα. Ξεκίνησαν με στρατό απ΄το Δέλβινο να δώσουν μάχη με όπλα, ώστε να μπορέσουν να υποχρεώσουν τους κατοίκους να γίνουν ραγιάδες τους. Παρουσιάζουμε το σχετικό δημοτικό τραγούδι:

«Οι μπέηδες συνάχτηκαν μες΄στα ψηλά σαράγια,
να παν να καταχτήσουνε την κάψω Λεσινίτσα.
Στο Δέλβινο δειπνήσανε,στα Σάδια ξημερώνουν
και στην Αγιά Παρασκευή φυλούσε καραούλι.

Το καραούλι τους άφησε,μπροστά να προχωρήσουν,
να φάνε το κεφάλι τους,πίσω να μη γυρίσουν.

Δημήτρης Τσιάβος φώναξε από τον Κακοτόπο:
-Που πάς Σελίμι κερατά μέσα στη Λεσινίτσα,
δεν είναι σύκα να τα φας,λεμόνια να τα ζύψεις,
Είναι παιδιά λεσιτσινά,λεβέντες παλικάρια,
και παίρνουν αίμα καθαρό μές΄στα ματόφρυδά σου.»

Για το ίδιο γεγονός και άλλες επιδρομές των μπέηδων του Δελβίνου και του Αλή Πασά προς τη Δρόβιανη και τη Λεσινίτσα κάνει λόγο και το ακόλουθο τραγούδι:

«Δεν σ΄το΄πα ΄γω πασιά μου
δεν σ΄το΄πα γω βεζύρη:
Με τα χωριά μη πιάνεσαι
και με τη Λεσινίτσα.

Μάσε τ΄ασκέρι σου, πασιά
και πάψε το ντουφέκι.

Δεν είναι σύκα να τα φας
νεράντζια να τα ζύψεις.

Είναι παιδιά Λεσιτσινά
γερόντοι Δροβιανίτες*…»

Φυσικά υπάρχουν και πολλά άλλα τραγούδια, στα οποία θα αναφερθούμε μελλοντικά.
*«Γερόντοι Δροβιανίτες» εννοεί τους σοφούς, γραμματισμένους ανθρώπους της Δρόβιανης.

Πηγή: Aftonomi.gr

12/12/1990 οι Βορειοηπειρώτες αμφισβητούν τη Δικτατορία – Το χρονικό μιας εξέγερσης

Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία!

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΛΥΚΟΥ
ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ

«… κε να χτυπάνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνα,
κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί τους και όλη γη…
ποτέ δε θα πεθάνουνε όσοι πεθάναν σήμερα
και τι σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα…»
(Κυπριακό Τραγούδι)

Η εξέγερση του Αλύκου

…Θα σταθώ κυρίως στην περιγραφή των γεγονότων, γιατί μόνο έτσι δικαιολογούμε να ομιλώ σε ένα ακροατήριο όπου ψήθηκε μέσα στην δικτατορία, ενώ εγώ μόλις που πρόλαβα να τη γευτώ.

Αλύκο 11 Δεκεμβρίου 1990. Ήταν το διάλλειμα της δεύτερης ώρας του σχολείου όταν μάθαμε ότι 4 παιδιά από το Αλύκου τα σκότωσαν στα σύνορα. Πριν να χτυπήσει το κουδούνι για την τρίτη ώρα όλοι οι μαθητές βρεθήκαμε στην πλατεία του χωριού. Όσο περνούσε η ώρα μαζεύονταν πολύς κόσμος και από τα γύρο χωριά. Πιο απερίγραπτο, πιο σαστισμένο πλήθος, ούτε είδα ούτε πιστεύω ότι θα δω στη ζωή μου. Δεν θυμάμαι καθόλου τις κουβέντες, τις κραυγές και τις κατάρες που ακούγονταν. Θυμάμαι όμως πολύ καλά τις εκφράσεις των ανθρώπων αυτών και τις βλέπω ακόμα μπροστά μου.

Κατά το μεσημέρι χωρίς να γίνει κάποια συνεννόηση ή να παρθεί κάποια απόφαση, οι τραγικοί γονείς μαζί με μια ομάδα ανθρώπων ξεκίνησαν με τα πόδια προς την κατεύθυνση των συνόρων, στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι. Το Τσιφλίκι όπου οι αλβανοί στρατιώτες είχαν παρατήσει τα τέσσερα άψυχα σώματα, απέχει από το χωρίο περίπου δέκα ώρες με τα πόδια.

Στο δημόσιο δρόμο κάτω από το Μαραφέντι, στήσαμε μπλόκο. Σταματούσαμε κάθε αυτοκίνητο που περνούσε και το καταλαμβάναμε. Όσοι οδηγοί δεν δέχονταν να έρθουν μαζί μας, το αυτοκίνητο το οδηγούσαν δικά μας παιδιά, αφού πρώτα γεμίζαμε την καρότσα με πέτρες για τι συμπλοκή που θα ακολουθούσε.

Η συνοριοφύλακες φοβούμενη την ανεξέλεγκτη κατάσταση, με ένα μαινόμενο πλήθος να φτάνει σ’αυτούς, αποφάσισαν αντί να μας περιμένουν στα σύνορα, να φέρουν τα άψυχα παιδιά στα ενδότερα. Μετά τη Λιβαδειά, κοντά στο Μπουγάζι, αντικρίσαμε το αυτοκίνητο που έφερε στην καρότσα τα τέσσερα πτώματα τυλιγμένα σε στρατιωτικές κουβέρτες. Ο οδηγός τους φοβούμενος το λιντσάρισμα, παράτησε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου και έτρεξε στην αντίθετη κατεύθυνση. Ίσως αυτές να ήταν και οι οδηγίες που είχε. Τις σκηνές που ακολούθησαν μπορείτε να τις φανταστείτε.

Υπήρχε ένα δίλημμα, αν θα έπρεπε να συνεχίσουμε την πορεία προς τα σύνορα, η να συμπαρασταθούμε στους γονείς που ήθελαν να επιστρέψουν στα σπίτια, για να τιμήσουν τα νεκρά τους παιδιά. Τελικά αποφασίσαμε να κάνουμε το δεύτερο. Αν η πορεία προς τα σύνορα ήταν τρελή και δύσκολη, η επιστροφή ήταν βουβή και οδυνηρή. Αισθανόμασταν ότι κάτι αφήσαμε στη μέση. Φάνηκε πολύ αυτό όταν φτάσαμε στο Μαραφέντι, όπου οι πιο πολλοί δεν ήθελαν να πάρουν την στροφή για το Αλύκο αλλά να συνεχίσουν την πορεία προς τους Αγίους Σαράντα, καταστρέφοντας στο δρόμο καθετί που συμβόλιζε την κομουνιστική δικτατορία. Τελικά μετά και την επιμονή των γονιών επιστρέψαμε στο χωρίο.

Την άλλη μέρα στις 12 του Δεκέμβρη του 90 συνέβη κάτι το πρωτοφανές. Περίπου 2.000 άνθρωποι από το Αλύκο και τα γύρο χωριά βρέθηκαν στην πλατεία του Αλύκου, κρατώντας στους ώμους τον Θύμιο, το Θανάση και τον Αηδόνη. Δεν γράφτηκε κάποιο τραγούδι για αυτή τη μέρα ταιριάζει όμως απόλυτα ένα κυπριακό τραγούδι που λέει μεταξύ άλλων « … κε να χτυπάνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνα, κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί τους και όλη γη…». Τραγικές φιγούρες εκείνη τη μέρα δεν ήταν μόνο οι φυσικές μανάδες των τεσσάρων παιδιών, αλλά πολλές μανάδες του Βούρκου, των Ριζών, της Δρόπολης, της Χειμάρρας και άλλων περιοχών. Κουβαλούσαμε λοιπόν στα τρία φέρετρα όχι μόνο τα τρία παιδιά από το Αλύκο αλλά όλα τα αδικοσκοτωμενα παιδιά αυτής της βάρβαρης δικτατορίας, το Βαγγέλη Μήτρο από τη Γέρμα, Το Γραβάνη από το Βαγκαλιάτι, τον Παπουτσή από τη Μάλτσανη, το Μπόρο από το Τσαούση το Σκευης από Μεσοπόταμο κ.α.

Στα 45 χρόνια της δικτατορίας υπήρχαν πολλοί αντιφρονούντες, μίλησε άλλωστε για αυτό ο κ. Τσάκας. Ήταν όμως η πρώτη μαζική αντίδραση κατά του καθεστώτος σε όλη την Αλβανία. Είχαν προηγηθεί βέβαια οι καταλείψεις των ξένων πρεσβειών στα Τίρανα και η εξέγερση των φοιτητών. Δεν ήταν όμως το ίδιο. Όχι ως προς την ποσότητα και την έκταση, αλλά προς το περιεχόμενο. Οι πρώτοι πήγαν με τη σκέψη να απομακρυνθούν από τη χώρα και όπου φύγει – φύγει. Οι δεύτεροι, αναγνωρίζοντας την κυβέρνηση, είχαν 5-6 συγκεκριμένα αιτήματα. Όπως ελεύθερα πανεπιστήμια, να αλλάξει το όνομα του Πανεπιστημίου, να συναντηθούν με τον Αλία κλπ. Εμείς δεν ζητούσαμε κάτι από τους δολοφόνους, ο τελικός μας προορισμός ήταν να κάψουμε τα κεντρικά γραφεία του κόμματους στους Αγίους Σαράντα, και να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη για την πτώση της δικτατορίας.

Η πορεία από το Αλύκο προς τους Αγ. Σαράντα ήταν συγκλονιστική. Σε κάθε χωριό που περνούσαμε εκτός των άλλων συνθημάτων που ακούγονταν, τους καλούσαμε να ενωθούν μαζί μας με το σύνθημα π.χ. «Μετόχι, Μετόχι, ενώσου με το Αλύκο». Σε κάθε χωριό οι ίδιες σκηνές. Γυναίκες, άνδρες και νέοι άνθρωποι εντάσσονταν στην πορεία μας. Κάποιοι γονείς όμως πιο συγκρατημένοι ή διστακτικοί ούρλιαζαν προσπαθώντας να συγκρατήσουν τα παιδιά τους, θεωρώντας ότι τα χάνουν. Ίσως να ακούγονται υπερβολικά όλα αυτά. Μερικές φορές σκέπτομαι ότι θα τα λέω στα παιδιά μου και δεν θα με πιστεύουν. Επιτρέψτε όμως με δύο λόγια να εξηγήσω σε αυτούς που δεν έζησαν αυτή τη δικτατορία, ότι ήμασταν άνθρωποι που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε ένα σύστημα χωρίς να έχουμε καθόλου παραστάσεις του υπόλοιπου ελεύθερου κόσμου. Σε ένα σύστημα που προσπάθησε να αντικαταστήσει το θεό με το κόμμα, το «δόξα το θεό» με το να «ζήσει το κόμμα», τις θρησκευτικές εορτές με τις επετείους του κόμματους και του Ενβερ Χότζα. Θυμάμαι τους καθηγητές από τους Αγίους Σαράντα που δίδασκαν στη μεσαία σχολή του Αλύκου, όταν άκουγαν το σύνθημα «Αλία είσαι δολοφόνος» βούλωναν τα αυτιά τους για να μην ακούν.

Το καθεστώς ίσως δεν ήταν και στα πάνω του, μετά τις διαδοχικές πτώσεις των υπολοίπων καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, αλλά στην Αλβανία κρατούσε καλά ακόμα. Οι εντολές τους ήταν απόλυτες, σε καμία περίπτωση η διαδηλωτές να μην μπουν στην πόλη. Το στενό της Γκιάστας ήταν το ιδανικότερο σημείο να μας σταματήσουν. Το μπλόκο αποτελούνταν από στρατό, αστυνομία και πολίτες – ζηλωτές του καθεστώτος. Ως έσχατη λύση είχαν τοποθετήσει τανκ πιο πίσω, μπροστά στον ηλεκτρικό υποσταθμό. 500 μέτρα πριν από το μπλόκο ο τότε βουλευτής του συστήματος ελληνικής καταγωγής, Κώστας Καλόγερος μας καλούσε με ντουντούκα – στα ελληνικά παρακαλώ – να επιστρέψουμε πίσω για να μην χυθεί αίμα αδερφικό. Όχι μόνο δεν σταματήσαμε, αλλά μια ομάδα έτρεξε να τον συλλάβουν.

Η εμπροσθοφυλακή τους ήταν στρατιώτες με κοντάρια ξύλινα. Όταν φτάσαμε κοντά τους, τα έχασαν με τη θέα των ακάλυπτων φέρετρων μας. Ενώ οι αξιωματικοί τους ούρλιαζαν με ντουντούκες να μας επιτεθούν, κανένας δεν δίσταζε να σηκώσει χέρι. Οι αστυνομικοί βλέποντας ότι τους βάλαμε μπροστά άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Ακολούθησε μια μάχη με πετροπόλεμο γύρο στα 40 λεπτά. Όταν είδαν ότι κερδίζαμε έδαφος, άρχισαν να πυροβολούν πάνω μας με πραγματικά πυρά. Τότε τραυματίστηκε σοβαρά ο Δημήτρης Μάνος. Ακολούθησε ένας πανικός, υποχωρήσαμε,… όχι με την αίσθηση του ηττημένου, αλλά του νικητή. Το ξέραμε ότι δεν θα ρίχναμε το καθεστώς εκείνη την ημέρα, αλλά ήταν μια καλή αρχή.

Η 12 Δεκεμβρίου γράφτηκε στην ιστορία, ήταν μια σημαντική μέρα όχι μόνο για τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό, αλλά για όλη την Αλβανία.

(Απο ομιλία του Λ. Παππά σε εκδήλωση της «Ομόνοιας» και του Συλλόγου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων, το 2005 στους Αγίους Σαράντα)

Πηγή: Βορειοηπειρωτικά

%d bloggers like this: