Archive
Σύντομη περιγραφή του Μακεδονικού – Πρώτη φάση, 1853/6 – 1918
Σύντομη περιγραφή του Μακεδονικού
Φάση πρώτη, 1853/6 – 1918
Γράφει ο ΜacedonianΑncestry
https://macedonianancestry.wordpress.com/
Πως ξεκίνησε το Μακεδονικό ζήτημα
Το 1853 ξεκίνησε ο λεγόμενος “Κριμαϊκός πόλεμος”. Τα αντίπαλα στρατόπεδα ήσαν οι Ρώσσοι από την μια πλευρά, ενώ από την άλλη ήταν μια συμμαχία μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, της Γαλλίας και του βασιλείου της Σαρδινίας. Η Ρωσσία έχασε τον πόλεμο το 1856 και σαν αντίποινα της επιβλήθηκε να σταματήσει το εμπόριο της στον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη θάλασσα). Αυτό ήταν ένα τρομερό οικονομικό πλήγμα στην οικονομία της Ρωσσίας η οποία τώρα επρεπε να βρει (και γρήγορα) άλλη θάλασσα για να κάνει εμπόριο. Οι θάλασσες που θα μπορούσαν να την εξυπηρετήσουν σύμφωνα με τα συμφέροντα της ήσαν το Αιγαίο στα δεξιά της Ελλάδας και η Αδριατική στα αριστερά της. Δυστυχώς όμως και οι δύο αυτές θάλασσες ήσαν στα χέρια των Τούρκων εκείνη την εποχή άρα αν η Ρωσσία ήθελε να αναπτύξει το εμπόριο της εκεί, έπρεπε πρώτα να αποκτήσει αυτές τις θάλασσες. Και ο μόνος τρόπος για να τις αποκτήσει ήταν φυσικά δια της βίας. Έτσι, το 1877 ξεκίνησε πόλεμο εναντίων των Οθωμανών και ένα χρόνο αργότερα, το 1878, νίκησε.
Η συνθήκη που υπογράφτηκε για το τέλος αυτού του πολέμου, η λεγομένη Συνθήκη του Αγίου Στέφανου, ήταν μια συνθήκη που ενώ βόλευε πολύ την Ρωσσία και την Βουλγαρία, (την Βουλγαρία επειδή η Ρωσσία την έβαλε υπεύθυνη για το θέμα με το αζημίωτο φυσικά) δεν άρεσε καθόλου σε κάποιες άλλες από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστρο-Ουγγαρία συγγεκριμένα) οι οποίες εξεβίασαν την Ρωσσία να αλλάξει τους όρους της συνθήκης αλλιώς νέος μεγάλος πόλεμος θα ξεσπούσε. Η Ρωσσία εκείνη την εποχή ήταν Μεγάλη Δύναμη [Great Power] και κανονικά δεν θα έπρεπε να φοβηθεί, αλλά έπεσε στην περιπτωση γιατί και το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και η Αυστρο-Ουγγαρία ήσαν Μεγάλες Δυνάμεις επίσης. Καταναγκαστικά λοιπόν άλλαξε τα σχέδια της και συμφώνησε να υπογράψει μια νέα συνθήκη, η οποία ονομάστηκε “Συνθήκη του Βερολίνου” από το ομώνυμο συνέδριο.
Οι νέοι όροι που μπήκαν όμως, ήταν καταστροφή για μια άλλη χώρα, την Σερβία, αφού την άφησε αποκλεισμένη χωρίς δυνατότητα εμπορίου με το Μαυροβούνιο (πάνω-αριστερά από την Αλβανία) το οποίο έβλεπε θάλασσα. Έτσι και η Σερβία με την σειρά της απείλησε ότι θα έκανε πόλεμο αν δεν άλλαζε η τότε παρούσα κατάσταση. Συγκεκριμένα οι Σέρβοι απείλησαν περισσότερο την Αυστρο-Ουγγαρία η οποία για να γλυτώσει από έναν πιθανό πολεμο με τους Σέρβους τους πρότεινε το εξής: να μην κάνουν εμπόριο προς τα αριστερά της Ευρώπης αλλά προς τα δεξιά. Οι Σέρβοι βρήκαν σωστή την πρόταση και δέχτηκαν αυτό το σχέδιο. Έτσι υπέγραψαν μια συμφωνία μεταξύ τούς το 1881, (την οποία μάλιστα την ανανέωσαν το 1889*) η οποία έλεγε όχι μόνο να μην ενοχλήσουν οι μεν τους δε, αλλά και ότι η Αυστρο-Ουγγαρία θα έκανε τα πάντα για να βοηθήσει την Σερβία στην αποστολή της.
Δεξιά όμως της Σερβίας ήταν η Βουλγαρία. Και επειδή η Βουλγαρία ήσαν αδελφική φυλή με τους Σέρβους πρώτον και δεύτερον επειδή τα σημερινά Σκόπια ήσαν κομμάτι της Σερβίας τότε (δηλαδή η Σερβία είχε τα σύνορα της πολύ ποιο κοντά στην θάλασσα προς της πλευρά της Θεσσαλονίκης και εν τέλη του Αιγαίου) οι Σέρβοι σκέφτηκαν να κατακτήσουν το κομμάτι της Μακεδονίας που ανήκε στην Ελλάδα αντι να διασχίσουν ολόόόόκληρη την Βουλγαρία.
Την ίδια εποχή που η Σερβία είχε όλα αυτά τα συμφέροντα, η Βουλγαρία επεδίωκε το ίδιο ακριβώς πράγμα. Επιθυμούσε να αποκτήσει τα εδάφη που είχε αποκτήσει με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Έτσι, το 1893, δημιούργησε με την βοήθεια της Ρωσσίας (που εξακολουθούσε να έχει συμφέροντα βέβαια) μια ομάδα ονόματι ΕΜΕΟ, (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, αγγλιστί, IMRO – Internal Macedonian Revolutionary Organization) η οποία θα ήταν υπεύθυνη για την εξασφάλιση της Μακεδονικής γης στους Βούλγαρους. Σκοπός αυτής της οργάνωσης ήταν η δημιουργία μιας νέας χώρας που θα ονομαζόταν “Μακεδονία”, ασχέτως του αν οι κάτοικοι της θα ήταν ένα μπουλούκι από διαφορετικές θρησκείες, εθνότητες, φυλές ή οτιδήποτε άλλο. Από την στιγμή που θα γινόταν μια τέτοια χώρα θα υπήρχαν δυνατότητες οι Βούλγαροι να κυριαρχήσουν στην, τότε, κάτω-δεξιά τους Ελλάδα (Θεσσαλονίκη) κάτι που το επεδίωκαν όπως είπαμε και οι Σέρβοι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε η νέα ομάδα της ΕΜΕΟ ήταν να ξεκινήσει μια προπαγάνδα για την δημιουργία αυτής της νέας χώρας. Εφευρίσκοντας το σύνθημα “η Μακεδονία στους Μακεδόνες” άρχισε να στέλνει δεξιά και αριστερά ανθρώπους διαφόρων επαγγελμάτων και ειδικοτήτων, (π.χ δασκάλους) για να διαδώσουν και να διδάξουν την ιδεολογία της προπαγάνδας τους. Η προπαγάνδα αυτή ξεκίνησε το 1893 και συνεχίστηκε μέχρι το 1904 και μάλιστα και σε πολλούς τομείς: φιλολογικούς, ιστορικούς, οικονομικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς… Δεν θα μιλήσω αναλυτικά εδώ για τον κάθε τομέα γιατί δεν είναι του παρόντος. Πάντως ένα είναι σίγουρο: πως μιλάμε για μια τεραστίων διαστάσεων προπαγάνδα και όχι για μια απλή προσπάθεια. Και αυτή η προπαγάνδα θα συνεχιζόταν και άλλο, αν ο Παύλος Μελάς δεν αντιλαμβανόταν τον κινδυνο της Σλαβοποίησης της Μακεδονίας (και μελλοντικά ίσως και της Ελλάδος) ο οποίος άναψε με τον θάνατο του μια σπίθα στην καρδιά των ελλήνων για την σωτηρία της ελληνικής γης και του ελληνικού πολιτισμού. Η σπίθα αυτή οδήγησε στο θετικό αποτέλεσμα την σωτηρία της Μακεδονίας μας. Η Μακεδονία είναι μέρος σήμερα της Ελληνικής επικράτειας κυρίως χάρη σ’ αυτόν.
Έτσι λοιπόν με δυο λόγια άρχισε το Μακεδονικό ζήτημα και όχι από τον Τίτο ο οποίος απλά το ανεβίωσε το 1945. Μάλιστα δε, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες έχουν ακουστά μόνο το “ε, κάτι έγινε επί Τίτο”, δεν ξέρουν καν τι στην πραγματικότητα, άρα δεν ξέρουν και τι να απαντήσουν στους σκοπιανούς, όταν αυτοί όντως μεγαλωμένοι με την προπαγάνδα τους, τους φανερώνουν “στοιχεία”, που τα ελληνόπουλα δεν έχουν καν ακουστά. Αυτή η προπαγάνδα που ουσιαστικά ξεκίνησε το 1856, είναι αυτή που υποστηρίζουν οι σκοπιανοί σήμερα, έστω και αν εντωμεταξύ οι Ρώσσοι και οι Σέρβοι δεν ενδιαφέρονται πια, αφού οι χώρες, τα σύνορα, οι περιοχές και γενικότερα τα δεδομένα (και τα συμφέροντα) άλλαξαν.
Τελευταία ενημέρωση 24/1/2018
Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης

Σαν σήμερα, πριν από 102 χρόνια απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη και σιγά σιγά και ένα μεγάλο μέρος του βορειοελλαδικού χώρου, από τον τουρκικό ζυγό.
Ο περισσότερος κόσμος έχει την εντύπωση πως η απελευθέρωση αυτή αποτέλεσε ένα ξαφνικό, στιγμιαίο γεγονός εν πολλοίς τυχαίο, αφού εκείνο στο οποίο εστιάζεται συνήθως η όλη εξιστόρηση είναι το τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς το διάδοχο Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την προέλασή του προς το Μοναστήρι και να επιταχύνει την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη την οποία εποφθαλμιούσαν οι Βούλγαροι.
Η εστίαση στην τελευταία φάση της απελευθέρωσης, στερεί τον πολίτη από τη γνώση εκείνη που φθάνει στην αρχή των γεγονότων και του δίνει, έτσι, τη δυνατότητα να πληροφορηθεί, εξηγήσει και αντιληφθεί, γεγονότα που σήμερα τα βρίσκει μπροστά του και τον απασχολούν.
Πίσω από την ευτυχή κατάληξη των γεγονότων, υπάρχει πολύς κόπος και πολύ αίμα που άρχισε να χύνεται από την επομένη της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Ορισμένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, όπως για παράδειγμα οι σχέσεις με την ΠΓΔΜ έχουν τις ρίζες τους στον αιώνα αυτό της εξιστόρησής μας, τον 19ο δηλαδή, και όχι στα μέσα του εικοστού, όπως ορισμένοι, πολιτικοί κυρίως, επισημαίνουν.
Ο Τίτο, προσπάθησε να δημιουργήσει «μακεδονική εθνότητα» αλλά η προσπάθεια δημιουργίας αυτόνομης Μακεδονίας ανάγεται στα μέσα του 19ου, και όχι του 20 αιώνα.
Δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί οι διαδικασίες με τις οποίες η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε την ανεξαρτησία του μικρού ελληνικού κράτους, όταν άρχισαν οι πρώτες διεργασίες για μελλοντικές εξεγέρσεις στις ελληνικές επαρχίες της Τουρκίας.
Στην Αθήνα οι διάφορες συζητήσεις για την κατάσταση και το μέλλον των υπόδουλων κατέληξαν στη σύσταση μυστικών εταιρειών με σκοπό την προετοιμασία μελλοντικών κινημάτων.
Γνωστόν ήταν και στη νότια Ελλάδα από τον αγώνα της ανεξαρτησίας, ότι στις τάξεις των Μακεδόνων αγωνιστών συγκαταλέγονταν άτομα με μητρική γλώσσα διαφορετική από την ελληνική όπως βλάχικη, σλαβική, αρβανίτικη, χωρίς αυτό να επηρεάζει τον εθνικό προσανατολισμό τους που ήταν η απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
Το ίδιο ακριβώς παρατηρήθηκε και στην περίοδο ως τον Κριμαϊκό πόλεμο, όταν ακόμη η εθνική αφύπνιση των άλλων χριστιανικών λαών της Βαλκανικής δεν είχε εισχωρήσει ουσιαστικά στη Μακεδονία.
ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΣΕΒΛΕΠΑΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Έτσι, λοιπόν, εκείνοι από τους Μακεδόνες χριστιανούς που ευαισθητοποιούνταν στην ιδέα της απελευθέρωσης, προσέβλεπαν προς το ελληνικό βασίλειο για τη λύτρωσή τους , και εντάσσονταν σε ελληνικά ένοπλα σώματα, περιμένοντας τη στιγμή του ξεσηκωμού.
Από την άλλη πλευρά, η γειτνίαση με το σλαβικό χριστιανικό στοιχείο ενίσχυε στους Μακεδόνες –περισσότερο, ίσως από ό,τι στους άλλους υπόδουλου Έλληνες- την ιδέα της σύμπραξης όλων των βαλκανικών λαών για την από κοινού ανατροπή του οθωμανικού κράτους και την ίδρυση βαλκανικής ομοσπονδίας.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΙΜΑΪΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΩΣ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Τον Οκτώβριο του 1853 ξέσπασε νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο λεγόμενος Κριμαϊκός. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι Ρώσοι κατέλαβαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, και στις αρχές του 1854 έφθασαν στο Δούναβη.
Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν γενική κινητοποίηση στην Ελλάδα, καθώς ο Όθων και οι περισσότεροι πολιτικοί προέβλεπαν ήττα και διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Με προσωπική ανάμιξη του μονάρχη καταρτίστηκαν μεγάλα ένοπλα σώματα αλλά το όλο εγχείρημα απέτυχε και πέραν των άλλων δημιουργούσε και μια πρόσθετη μακροπρόθεσμη περιπλοκή. Παγίωνε την τουρκική καχυποψία και εχθρότητα απέναντι στο ελληνικό στοιχείο, σε μια εποχή που στο προσκήνιο άρχιζε να εμφανίζεται η βουλγαρική εθνική ιδέα.
Από αυτήν τη στιγμή (1854) και μέχρι την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού (1989) οι προστριβές με τη Βουλγαρία θα είναι ένα μόνιμο φαινόμενο που θα επηρεάσουν τις ισορροπίες στη βαλκανική.
Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και το Κίνημα των Σλαβόφιλων και αργότερα των Πανσλαβιστών-.
Η Ρωσία έστρεψε την προσοχή της στους υπόδουλους Σλαύους, αναθεωρώντας μια βασική αρχή της πολιτικής της: αντί να αγωνίζεται πλέον για τους ορθόδοξους χριστιανούς, στο μέλλον, θα προωθούσε τα συμφέροντα των Χριστιανών Σλαύων.
Βασικός της γεωπολιτικός στόχος ήταν να «βγει» στις θερμές θάλασσες και πίστευε, πλέον, πως θα μπορούσε να το πετύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα με τους σλάβους χριστιανούς.
Εκτός, όμως, από τη ρωσική πολιτική, τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου, εμφανίσθηκαν σαν καταλύτης και στην πολιτική της Σερβικής Ηγεμονίας και των εθνικιστών Βουλγάρων. Η γιουγκοσλαβική ενωτική εθνική κίνηση άρχισε να ενδιαφέρεται και για τη Μακεδονία- τουλάχιστον για τις βορειότερες περιοχές της, όπως και οι βούλγαροι εθνικιστές..
Την εποχή, όμως, εκείνη τα σχέδια αυτά μόνο ακαδημαϊκό χαρακτήρα μπορούσαν να έχουν.
Οι Έλληνες με την περιορισμένη γνώση των πολιτικών εξελίξεων που σημειώνονταν στη βόρεια Βαλκανική, συνέχιζαν να εμμένουν στο δόγμα ότι η Μακεδονία ολόκληρη, έπρεπε να περιληφθεί στο μελλοντικό διευρυμένο ελληνικό κράτος.
Σέρβοι και Βούλγαροι αρχίζουν να δραστηριοποιούνται αλλά και ο Ελληνισμός δεν παρέμενε αδρανής. Δημιουργήθηκαν νέα προξενεία αλλά το σημαντικότερο είναι ότι οι επίσημοι εκπρόσωποι ενισχύθηκαν από τις ντόπιες παραδοσιακές δυνάμεις του Ελληνισμού-δασκάλους, δημογέροντες, εμπόρους, κληρικούς- καθώς και από τη νέα γενιά των επιστημόνων που, αφού σπούδασαν ή έζησαν ένα διάστημα στο βασίλειο, άρχισαν να επιστρέφουν στις γενέτειρές τους. Ποτισμένοι με το εθνικιστικό πνεύμα που επικρατούσε στην πρωτεύουσα οι νέοι αυτοί διαμόρφωναν σιγά σιγά πυρήνες εθνικής δράσης στις πόλεις και κωμοπόλεις όπου είχαν εγκατασταθεί.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ (1875-1878) ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Στη δεκαετία του 1860, τον Ελληνισμό της Μακεδονίας άρχισε να απασχολεί, ολοένα και εντονότερα, η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού.
Αρχικά, η προβολή της βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας γινόταν με αιτήματα καθαρά εκκλησιαστικής μορφής, όπως τη χρησιμοποίηση της σλαβονικής στην εκκλησία και την αντικατάσταση Ελλήνων αρχιερέων με Βουλγάρους.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η διένεξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την ίδρυση ανεξάρτητης βουλγαρικής Εκκλησίας και η εξάπλωση της ιδεολογίας του Πανσλαβισμού μέσω Ρώσων διανοουμένων, κληρικών και προξενικών υπαλλήλων, προσέδωσαν στα αιτήματα των βουλγαριστών της Μακεδονίας σαφή εθνική χροιά.
Όπως ήταν φυσικό επακολούθησε ελληνική αντίδραση που έμελλε να διχάσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας για αρκετές δεκαετίες.
Η διένεξη πήρε πολλές και ποικίλες διαστάσεις, εξαιτίας της πολυπλοκότητας των προβλημάτων που εμφάνιζε η σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας.
Πραγματικά, η εξακρίβωση της εθνικής ταυτότητας του χριστιανικού πληθυσμού- που αποτελούσε τα δύο τρίτα του συνόλου- υπήρξε πρόβλημα δυσεπίλυτο, που δίχασε επιστήμονες και πολιτικούς.
Ως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η μεγάλη μάζα του αγροτικού χριστιανικού πληθυσμού, παρά την ποικιλία των γλωσσών που μιλούσε, δεν είχε σαφή εθνικό προσανατολισμό. Γι αυτό και η θρησκεία παρέμενε όχι μόνο το κύριο διαφοροποιό γνώρισμα μέσα στην οθωμανική κοινωνία, αλλά και στοιχείο μορφοποιητικό της εκκολαπτόμενης εθνικής συνείδησης.
Πάντως, ως το 1870 -όταν ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία- οι μη ελληνόφωνες χριστιανικές μάζες που βρίσκονταν πλησιέστερα προς τις περιοχές που κυριαρχούσαν οι Έλληνες, ταυτίζονταν με τον Ελληνισμό. Και αυτό, όχι μόνο γιατί συντηρούσαν μόνοι τους ελληνικά σχολεία και τελούσαν τη θεία λειτουργία στα ελληνικά, αλλά και γιατί συμμετείχαν ενεργά στους διάφορους εθνικούς αγώνες του Ελληνισμού.
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΚΑΙ Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και την εξαγγελία των μεταρρυθμίσεων του Χάτι Χουμαγιούν, οι Βούλγαροι ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μαζί με την ίδρυση ανεξάρτητης Εκκλησίας τους και τον προσδιορισμό των ορίων της δικαιοδοσίας της στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Στις 27 Φεβρουαρίου/ 11 Μαρτίου 1870, με σουλτανικό φιρμάνι ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εκκλησία. Στο ίδιο φιρμάνι υπήρχε διάταξη που επέτρεπε την προσθήκη και άλλων μητροπόλεων στην Εξαρχία, εφόσον τα δύο τρίτα των ορθόδοξων κατοίκων της περιφέρειας εκδήλωναν σχετική επιθυμία.
Η τελευταία αυτή διάταξη άνοιγε έδαφος για οξύτατο φυλετικό ανταγωνισμό, που εξυπηρετούσε τα σχέδια της Οθωμανικής κυβέρνησης, αφού θα απέκλειε πλέον τη μελλοντική σύμπραξη των δύο χριστιανικών εθνοτήτων.
Έτσι, όταν κάθε προσπάθεια για συμφιλίωση απέτυχε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1872 κήρυξε την εξαρχία σχισματική.
Από τη στιγμή εκείνη η ελληνοβουλγαρική διένεξη στις διαφιλονικούμενες περιοχές της Μακεδονίας (και της Θράκης), έμπαινε στη φάση του ανοικτού ανταγωνισμού.
Η δραστηριοποίηση του ρωσικού προξενείου Θεσσαλονίκης και ιδίως η ίδρυση νέου στο Μοναστήρι το 1861, έδωσε μεγάλη ώθηση στη βουλγαρική κίνηση.
Για πρώτη φορά οι Βούλγαροι της βόρειας Μακεδονίας αποκτούσαν τον τοπικό «προστάτη» τους στο πρόσωπο του εκπροσώπου της σλαβικής Ρωσίας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ
Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχισθεί χωρίς σοβαρούς κινδύνους για τη θέση του Ελληνισμού. Γι αυτό και οι Έλληνες πρόξενοι εισηγήθηκαν ενεργότερη ανάμιξη του ελεύθερου ελληνικού κέντρου στα μακεδονικά πράγματα.
Στις εισηγήσεις τους ζητούσαν να διαγραφεί η βόρεια Μακεδονία, ως αναμφισβήτητα σλαβική, να ενισχυθεί η εκπαιδευτική, εκκλησιαστική και εθνική δραστηριότητα στην κεντρική ζώνη, και να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις σλαβόφωνες και βλαχόφωνες κοινότητες της Πελαγονίας που αποτελούσαν τη γραμμή των πρόσω του Ελληνισμού.
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1875-1878
Τον Απρίλιο του 1877, κηρύχθηκε νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Σε διάστημα εννέα μηνών τα ρωσικά στρατεύματα έφθασαν στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και στις 3 Μαρτίου στον Άγιο Στέφανο, επέβαλαν στους Τούρκους τη σύναψη ειρήνης.
Η πλέον διαφιλονικούμενη διάταξη της Συνθήκης αυτής υπήρξε η ίδρυση ενός τεράστιου ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους που θα περιλάμβανε και το σύνολο σχεδόν της Μακεδονίας, με εξαίρεση τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη και τις επαρχίες Κοζάνης και Σερβίων.
Η αναθεώρηση των όρων της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου πραγματοποιήθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου- 13 Ιουλίου 1878). Οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να αποδεχθούν ριζικό περιορισμό των απαιτήσεών τους.
Τελικά η Βουλγαρία ανακηρύχθηκε ηγεμονία υποτελής στο Σουλτάνο, αλλά νότια, από τον Αίμο και ως τη Ροδόπη, συστήθηκε η Ανατολική Ρωμυλία, επαρχία αυτοδιοικούμενη με Χριστιανό διοικητή.
Ολόκληρη η Μακεδονία παρέμεινε στην Τουρκία.
ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΩΣ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
Την αναγγελία των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου οι Έλληνες την υποδέχτηκαν με ανακούφιση ενώ οι Βούλγαροι είδαν με απογοήτευση το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας να χάνεται.
Πρώτη τους αντίδραση υπήρξε ο ένοπλος αγώνας.
Μετά την αποτυχία της προσπάθειας για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, η ελληνική κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή το δικό της σχέδιο για την ενίσχυση του Ελληνισμού.
Πρώτος αντικειμενικός σκοπός υπήρξε η ενίσχυση της ελληνικής παιδείας, στη συνέχεια η ενίσχυση της Εκκλησίας, η οικονομική ισχυροποίηση της θέσης των Ελλήνων της Μακεδονίας , χωρίς να αγνοηθεί ο τομέας της πληροφόρησης.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897
Το 1885, μετά από προσπάθειες μιας επταετίας, οι Βούλγαροι κατόρθωσαν να προσαρτήσουν με πολιτικοστρατιωτικό πραξικόπημα την Ανατολική Ρωμυλία(6/18 Σεπτεμβρίου 1885).
Το εγχείρημα συγκλόνισε Έλληνες και Σέρβους, που θεώρησαν τη βουλγαρική ενέργεια στοιχείο ανατροπής της ισορροπίας στη Βαλκανική και αφετηρία νέας εξόρμησης, αυτήν τη φορά προς τη Μακεδονία. Το ηθικό των Βουλγαρομακεδόνων αναπτερώθηκε, γιατί η βουλγαρική ηγεμονία πρόβαλλε στα μάτια των υπόδουλων χριστιανών ως η ανερχόμενη βαλκανική δύναμη.
Την εποχή εκείνη ο όρος «Μακεδόνας» δεν είχε εθνική αλλά γεωγραφική έννοια.
Το 1893 ιδρύθηκε στη Ρέσνα η «Μυστική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση», η οποία αργότερα, το 1896, μετονομάσθηκε σε «Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση», γνωστή σαν ΕΜΕΟ.
Την ίδια εποχή στη βουλγαρική ηγεμονία, οι πολυπληθείς βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις κατόρθωσαν το 1894 να συνενωθούν και να συστήσουν μια Ανώτατη Επιτροπή-Βερχόβεν Κομιτέτ- όλων των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων, που θα κατεύθυνε τον αγώνα στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Τη στιγμή που άρχισε να διαγράφεται η μεγάλη βουλγαρική εξόρμηση στη Μακεδονία, ο Ελληνισμός βρέθηκε με τις δυνάμεις του διχασμένες, οικονομικά ασθενής και διπλωματικά απομονωμένος. Από την κυβέρνηση η πρωτοβουλία περιήλθε στους ιδιώτες.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Ο αντίκτυπος της ήττας του 1897 έγινε διπλά αισθητός στο μακεδονικό Ελληνισμό. Η παντοδυναμία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του ελληνικού κλήρου είχε σοβαρά εξασθενίσει όχι μόνο από την εμφάνιση της αντίπαλης βουλγαρικής Εκκλησίας αλλά και από τη φαλκίδευση των προνομίων που επέβαλε η Πύλη.
Επιπλέον, το απόλυτο κύρος που έχαιρε το ανεξάρτητο ορθόδοξο ελληνικό κράτος- τουλάχιστον μέχρι την Ανατολική κρίση του 1875-1878- είχε μειωθεί και αυτό αισθητά καθώς στο προσκήνιο εμφανίσθηκαν δυναμικά και άλλα βαλκανικά χριστιανικά κράτη, ικανά να προσφέρουν στους υπόδουλους βοήθεια ή ελπίδα για μελλοντική απελευθέρωση.
Στην πράξη, οι βουλγαρικές επιδιώξεις στη Μακεδονία δεν μπόρεσαν να προωθηθούν γρήγορα, εξαιτίας, κυρίως, των διενέξεων των βουλγαρομακεδονικών επιτροπών ενιαίας γραμμής μεταξύ βουλγαρικής κυβέρνησης και κομιτάτων.
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΜΦΙΤΑΛΑΝΤΕΥΣΕΙΣ
Η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν έτοιμη να προσαρμόσει την αντίδρασή της στις νέες συνθήκες που δημιουργούσε η βουλγαρική εξόρμηση.
Αυτό, όμως που αρνήθηκε να πράξει το επίσημο ελληνικό κράτος ανέλαβε να το υλοποιήσει ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Καστοριάς.
Εκτός των άλλων πέτυχε να αποσπάσει από το κομιτάτο τους σλαβόφωνους οπλαρχηγούς Κώτα από τη Ρούλια και Βαγγέλη από το Στρέμπενο, και με τον τρόπο αυτό απέκτησε την πρώτη ένοπλη δύναμη στην περιοχή Κορεστίων.
Η ελληνική, όμως, κυβέρνηση συνέχιζε την παθητική πολιτική. Στο μεταξύ, οι φωνές απόγνωσης και οι εκκλήσεις από το εσωτερικό της Μακεδονίας πολλαπλασιάζονταν.
Αποδέκτες στην Αθήνα των αιτημάτων των Μακεδόνων Ελλήνων ήταν, κυρίως, παράγοντες της ελληνικής πολιτικής, στρατιωτικής, επιστημονικής και δημοσιογραφικής κοινωνίας, οι οποίοι από την εποχή της Εθνικής Εταιρείας, είχαν πυκνές διασυνδέσεις με το εσωτερικό της Μακεδονίας.
Καθώς, όμως, οι παράγοντες αυτοί, στην περίοδο 1898-1903, έφεραν δίκαια ή άδικα το στίγμα της αποτυχίας του ΄97, προσπάθησαν μόνοι τους να βοηθήσουν αυτούς που ήδη αγωνίζονταν στη Μακεδονία.
Μια ομάδα αξιωματικών και πολιτών, γύρω από την οικογένεια του Στέφανου Δραγούμη, άρχισε να δραστηριοποιείται. Ο γαμπρός του Στέφανου, Παύλος Μελάς, μαζί με άλλους συναδέλφους του πέτυχαν να στείλουν στον Καραβαγγέλη, την άνοιξη του 1903 την πρώτη ένοπλη ομάδα.
Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ
Όλες αυτές οι δραστηριότητες δε στάθηκαν ικανές να κινητοποιήσουν την κρατική μηχανή.
Οι επαναστατικές, όμως, ενέργειες των Βουλγάρων κατά το 1903 προκάλεσαν την ενεργό επέμβαση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στις μακεδονικές υποθέσεις.
Από κει και πέρα ήταν αδύνατον πλέον για την ελληνική κυβέρνηση να παραμείνει αδρανής.
Τον Οκτώβριο του 1902 μεγάλα βουλγαρικά σώματα εισέδυσαν από τη βουλγαρική ηγεμονία στη βορειοανατολική και δυτική Μακεδονία όπου, σε συνεργασία με ντόπια βουλγαρομακεδονικά σώματα, προσπάθησαν να εξεγείρουν σε επανάσταση τον πληθυσμό.
Η πρωτοβουλία αυτή οφειλόταν σε ενέργειες του Ανώτατου Κομιτάτου της Σόφιας, το οποίο δεν είχε εξασφαλίσει τη συνδρομή της ΕΜΕΟ.
Η έγκαιρη κινητοποίηση του τουρκικού στρατού γρήγορα εξουδετέρωσε τις επαναστατικές ενέργειες.
Την άνοιξη του 1903, χωρίς εξουσιοδότηση από καμιά οργάνωση, προκλήθηκαν εκτεταμένες δολιοφθορές μέσα στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή της.
Ανάμεσα στους κυριότερους στόχους υπήρξαν το κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας που ανατινάχθηκε, το ατμόπλοιο «Guadalquivir» που βυθίστηκε στον κόλπο της Θεσσαλονίκης και το σιδηροδρομικό και τηλεγραφικό δίκτυο που διακόπηκε σε διάφορα τμήματα της κεντρικής Μακεδονίας.
Οι τρομοκράτες επεδίωκαν τη δημιουργία εντυπώσεων παρά την πρόκληση γενικής εξέγερσης.
Οι Τούρκοι, όμως, αντέδρασαν με βίαια κατασταλτικά μέσα.
Μάταια οι ελληνικές αρχές προσπαθούσαν να αφυπνίσουν τις τουρκικές ώστε να προστατευθούν οι ελληνικές κοινότητες και οι μικτοί πληθυσμοί από τη διείσδυση στο χώρο τους της βουλγαρικής επαναστατικής ιδέας.
Έτσι, την ημέρα του Προφήτη Ηλία (Ίλι-ντεν) στις 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου, με εντολή της ηγεσίας της ΕΜΕΟ, ξέσπασε η ένοπλη εξέγερση.
Το κύριο βάρος της προσπάθειας έπεσε στις επαρχίες της δυτικής και βόρειας Μακεδονίας, ενώ η κεντρική και ανατολική Μακεδονία παρέμειναν ουσιαστικά αμέτοχες, όπως επίσης και η αμιγώς ελληνόφωνη νότια ζώνη.
Είναι, πάντως, αξιοσημείωτο ότι πήραν μέρος στην εξέγερση σχισματικές και πατριαρχικές κοινότητες, σλαβόφωνες και βλαχόφωνες, άσχετα αν στην ενέργειά τους αυτή οδηγήθηκαν οικειοθελώς ή με τη βία.
Από την πρώτη στιγμή οι Βούλγαροι προσπάθησαν να δώσουν και κοινωνικό περιεχόμενο στον αγώνα, κτυπώντας, εκτός από τις μικρές τουρκικές φρουρές, και τα τσιφλίκια και τα περιουσιακά στοιχεία των τούρκων μπέηδων.
Ταυτόχρονα, όμως, στράφηκαν και εναντίον των ηγετών του ελληνικού πληθυσμού, πολλούς από τους οποίους εκτέλεσαν ή εξανάγκασαν να καταφύγουν στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Όταν, όμως, ο τουρκικός στρατός ανασυντάχθηκε και άρχισε τις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις, η καταστροφή υπήρξε γενική.
Με μεθοδικότητα, χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε Βουλγάρους ή Έλληνες, σε επαναστάτες ή παρασυρθέντες και εκβιασθέντες χωρικούς, οι τούρκοι εφήρμοσαν μέτρα γενοκτονίας.
Όταν έγινε ο απολογισμός, ο μακεδονικός ελληνισμός καταμετρούσε νέες εκατόμβες μαρτύρων.
Όσο για τους Βουλγάρους, η εξόντωση σπουδαίων οπλαρχηγών, η διάλυση πολλών σωμάτων, η σύλληψη εκατοντάδων στελεχών στα χωριά και στις πόλεις, έδωσαν αρχικά την εντύπωση ότι ο αγώνας τους στη Μακεδονία δέχθηκε σκληρό κτύπημα.
Η εξέγερση, όμως, του Ίλιντεν πέτυχε να προωθήσει τις βουλγαρικές θέσεις για μια πολιτική λύση του ζητήματος.
Χωρίς αμφιβολία, οι επαναστατικές κινητοποιήσεις του μακεδονικού πληθυσμού από τις βουλγαρικές οργανώσεις πρόβαλε με πειστικότητα στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις το αίτημα για την αυτονόμηση της Μακεδονίας.
Η ΕΝΟΠΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Η ένοπλη τροπή που πήραν τα γεγονότα της Μακεδονίας μέσα στο 1903 αναστάτωσε την ελληνική κοινή γνώμη.
Το ενδεχόμενο μελλοντικής ανακατανομής των διοικητικών ορίων πάνω σε ασαφείς εθνολογικές βάσεις, οδήγησε στην άρση των επιφυλάξεων των κυβερνητικών παραγόντων στην Αθήνα. Η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφάσισε να δράσει.
Πρώτη της ενέργεια υπήρξε η αποστολή στη δυτική Μακεδονία τετραμελούς ομάδας αξιωματικών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και ο μετέπειτα εθνομάρτυρας ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς.
Η ομάδα αυτή μελέτησε την κατάσταση και εισηγήθηκε στην κυβέρνηση, ανάμεσα σε άλλα, και την αποστολή ένοπλων σωμάτων.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να στελεχώσει το προξενείο στη Θεσσαλονίκη με ικανούς διπλωμάτες, τους οποίους πλαισίωσε με αξιωματικούς του στρατού.
Για τη θέση του γενικού προξένου Θεσσαλονίκης επελέγη ο Λάμπρος Κορομηλάς, με ευρύτατες αρμοδιότητες.
Παράλληλα, σε στενή συνεργασία ιδιωτών και κυβέρνησης ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Μακεδονικό Κομιτάτο», με πρόεδρο το διευθυντή της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτρη Καλαποθάκη. Σκοπός του Κομιτάτου ήταν η οργάνωση ένοπλου αγώνα στη Μακεδονία, και, θεωρητικά, και σε άλλες υπόδουλες επαρχίες της Τουρκίας.
Η προσοχή του Κομιτάτου στράφηκε κυρίως στη Δυτική Μακεδονία όπου ο κίνδυνος είχε εμφανισθεί αμεσότερος κατά τα γεγονότα του Ίλιντεν. Στην ίδια, όμως, περιοχή υπήρχε κάποια προεργασία, χάρη στις ενέργειες του Μητροπολίτη Γερμανού, της μυστικής οργάνωσης «Άμυνα», και μερικών μικρών σωμάτων ντόπιων οπλαρχηγών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στα τέλη Αυγούστου 1904, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αποστολή συγκροτημένου σώματος υπο τον Παύλο Μελά, ο οποίος, ως Γενικός Αρχηγός Δυτικής Μακεδονίας έθετε υπο την καθοδήγησή του όλες τις σκόρπιες ένοπλες ομάδες.
Η δράση του Μελά, όμως, δεν διάρκεσε παρά μόνο ενάμιση μήνα, αφού στις 13/26 Οκτωβρίου, το σώμα περικυκλώθηκε από τουρκικό στρατό στο χωριό Στάτιστα (σημ. Μελά) της Καστοριάς και ο ίδιος σκοτώθηκε επιχειρώντας έξοδο. Τη θέση του Μελά ανέλαβε ο Κρητικός υπολοχαγός Γεώργιος Τσόντος.
Και οι δύο πλευρές- βουλγαρική και ελληνική- ελίσσονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να στρέψουν τον Τούρκο κατά του αντιπάλου τους.
Για τα ελληνικά σώματα, ο αγώνας πολλές φορές εξελισσόταν σε τριμέτωπο, καθώς, σε ορισμένες περιοχές, κυρίως της κεντρικής Μακεδονίας, νομάδες κτηνοτρόφοι Βλάχοι, που είχαν ασπασθεί τη ρουμανική ιδέα, ευθυγραμμίζονταν με τους Βουλγάρους. Η ζημιά που προκάλεσαν οι ρουμανίζοντες στον ελληνικό αγώνα ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το μικρό τους αριθμό.
Τελείως αντίθετη ήταν η στάση που τήρησαν οι Βλάχοι των πόλεων, κωμοπόλεων και της συντριπτικής πλειοψηφίας των χωριών της βόρειας Μακεδονίας, οι οποίοι αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής άμυνας σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Ζωτική περιοχή του αγώνα υπήρξε η ελώδης λίμνη των Γιαννιτσών, όπου σε ολόκληρη σχεδόν τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα έλαβε χώρα ένας περίεργος, όσο και σκληρός πεζοναυτικός πόλεμος για την εξασφάλιση του ελέγχου της κεντρικής Μακεδονίας. Ωστόσο, συνηθέστερη μορφή επιχειρήσεων ήταν η επιδρομή σε κατοικημένους τόπους για την τιμωρία καταδοτών, τον εκφοβισμό των αντιπάλων ή την εκτέλεση στελεχών του Κομιτάτου.
Προς το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα (1907-1908) το βουλγαρικό κίνημα είχε αρχίσει να παρουσιάζει σημεία κάμψεως.
Από τη μια πλευρά στην ακρότατη βόρεια Μακεδονία η σερβική Οργάνωση είχε παρουσιάσει έντονη δραστηριότητα, αμφισβητώντας από τους Βουλγάρους την πρωτοβουλία των κινήσεων, από την άλλη, οι οξύτατες διενέξεις μέσα στους κόλπους του βουλγαρικού κινήματος, και ιδιαίτερα ανάμεσα στους οπαδούς του Ανώτατου Κομιτάτου (βερχοβιστές) και στην αριστερή μερίδα των οπαδών της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), είχαν μετατραπεί σε ανοικτό εμφύλιο πόλεμο.
Η αποξένωση, μιας μερίδας έστω, αγωνιστών από τα κέντρα απόφασης του βουλγαρικού κινήματος έγινε σαφέστερη, καθώς το παλαιό προπαγανδιστικό σύνθημα της αυτονομίας, μετατράπηκε γι αυτούς σε αυτοσκοπό του αγώνα τους.
Δηλαδή, για λόγους καθαρά τακτικής, οι Βούλγαροι δεν έλεγαν πως θέλουν τη Μακεδονία βουλγαρική αλλά ζητούσαν την αυτονομία της ως πρώτο βήμα. Η αριστερή τάση της ΕΜΕΟ, έκανε αυτοσκοπό την αυτονομία και για λόγους προσωπικών αντιπαραθέσεων.
Ο Μακεδονικός αγώνας πέρασε στην ιστορία σαν ένας από τους πιο κρίσιμους αγώνες που διεξήγαγε ο Ελληνισμός για την εθνική του ολοκλήρωση.
Γι αυτό δίκαια αναγνωρίζεται σαν ο «Τρίτος Αγώνας της Ανεξαρτησίας», μετά την Επανάσταση τους 1821 και τον Κρητικό Αγώνα.
Παρά τις προβλέψεις ξένων παρατηρητών που είχαν εντυπωσιασθεί από τη βουλγαρική δραστηριότητα στη Μακεδονία ως το 1904, ο αγώνας των Ελλήνων υπήρξε επιτυχής.
Όπως σημειώνει και ο Άγγλος ιστορικός του Μακεδονικού Αγώνα Douglas Dakin, η επιτυχία τους μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι αγωνίσθηκαν κυρίως σε περιοχή όπου ζούσε φιλικά προσκείμενος και συγγενής πληθυσμός, βαθιά προσηλωμένος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνική ιδέα, ανεξάρτητα αν δεν μιλούσε πάντα την ελληνική γλώσσα.
Αυτήν την ιδέα που πρέπει να επανακαλύψουμε.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Παρά, λοιπόν, τα αίμα που χύθηκε την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, οι ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις επέσπευσαν την προσέγγιση των βαλκανικών χριστιανικών κρατών.
Το Μάρτιο του 1912 Σέρβοι και Βούλγαροι συμφώνησαν στη σύναψη συμμαχίας, που στρέφονταν βασικά κατά της Τουρκίας.
Από την πλευρά του ο Βενιζέλος είχε έγκαιρα αισθανθεί τους κινδύνους μιας μονομερούς σερβο-βουλγαρικής ενέργειας. Γι αυτό προσπάθησε από το 1911 να έρθει σε συνεννόηση με τους Βουλγάρους, οι οποίοι επιδίωκαν δέσμευση της Ελλάδας για την ίδρυση αυτόνομου μακεδονικού κράτους, που στην πραγματικότητα θα ελεγχόταν από τη Σόφια.
Τελικά οι δύο κυβερνήσεις συμφώνησαν να υπογράψουν συνθήκη συμμαχίας (30 Μαίου 1912) χωρίς να αναφερθούν στη μελλοντική τύχη των μακεδονικών εδαφών.
Στην απόφασή τους αυτή οι Βούλγαροι οδηγήθηκαν από υπέρμετρη αυτοπεποίθηση στη στρατιωτική τους ισχύ.
Η στρατιωτική αδυναμία της Ελλάδας αποδείχθηκε πλεονέκτημα καθώς η υποτίμηση της ελληνικής ισχύος από τους Βουλγάρους άφησε στις ελληνικές δυνάμεις ελεύθερο πεδίο δράσης στη νότια Μακεδονία.
Η νοοτροπία αυτή δεν εγκατέλειψε τους Βουλγάρους ούτε και όταν, στις αρχές Οκτωβρίου, άρχισαν οι συνδυασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις των βαλκανικών κρατών.
Το μεγαλύτερο μέρος του βουλγαρικού στρατού είχε στραφεί προς τη Θράκη, με κύρια επιδίωξη την Κωνσταντινούπολη.
Με τις αλλεπάλληλες όμως νίκες του ελληνικού στρατού και τη γοργή, σε διάστημα 2-3 εβδομάδων, προέλασή τους στην καρδιά της Μακεδονίας, το βουλγαρικό επιτελείο επέσπευσε την προέλαση προς νότο μιας μεραρχίας για να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη.
Η κίνηση αυτή έγινε έγκαιρα γνωστή στην Αθήνα και παρά την προτίμηση του αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου να συνεχίσει την προέλαση του στρατού προς βορρά, ο Βενιζέλος επέμεινε στην άμεση κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Η παράδοση της πόλης στον ελληνικό στρατό πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου, ώρες μόνο πριν την άφιξη των Βουλγάρων.
Αυτός ήταν ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος τα αποτελέσματα του οποίου αμφισβήτησαν οι Βούλγαροι και οδήγησαν τις εξελίξεις στο Δεύτερο Βαλκανικό.
Τώρα, οι Βούλγαροι πολεμούσαν εναντίον της Ελλάδας και της Σερβίας. Το αποτέλεσμα υπήρξε καταστρεπτικό για τους Βουλγάρους.
Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) τερμάτισε το Β! Βαλκανικό Πόλεμο και οριστικοποίησε τα σύνορα των τριών βαλκανικών χωρών στη Μακεδονία.
Κατά περίεργη σύμπτωση, η νότια περιοχή που περιήλθε στην Ελλάδα ταυτιζόταν περίπου προς τα όρια της «ιστορικής» Μακεδονίας των κλασικών χρόνων, με μόνη μια μικρή λωρίδα που παρέμεινε εντός της σερβικής και βουλγαρικής περιοχής.
Στη νότια αυτή ζώνη περιλαμβάνονταν, εκτός από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς, και οι μεγαλύτερες μάζες των σλαβόφωνων κατοίκων που είχαν διατηρήσει την ελληνική τους εθνική συνείδηση.
Ωστόσο, σημαντικοί αριθμητικά ελληνικοί πληθυσμοί παρέμειναν αποκλεισμένοι στη σερβική και βουλγαρική Μακεδονία, από όπου αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην ελληνική Μακεδονία αφήνοντας πίσω ελάχιστα υπολείμματα ελληνικών εστιών.
Το ίδιο συνέβη και στο νότο με τις πληθυσμιακές μάζες που είχαν βουλγαρική εθνική συνείδηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο τίτλος του άρθρου είναι τίτλος σε ένα σύντομο πόνημα του Γιώργου Βαφόπουλου για την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Πηγή: Ανιχνεύσεις
Μαυροβούνιος ηθοποιός στο Big Brother: «Μακεδονικό έθνος» δεν υπάρχει, το επινόησε ο Τίτο!

Ο Μαυροβούνιος ηθοποιός, ο οποίος συμμετέχει στο σόου Big Brother, ‘έβρισε’ τη σκοπιανή (Σλάβα) εκπρόσωπο των Σκοπίων, Ανέτα Νκόβσκα και γενικά όλους τους Σλάβους της περιοχής λέγοντας ότι «μακεδονικό έθνος δεν υπάρχει και ότι το εφηύρε ο Τίτο»- (σλαβιστί: Македонската нација не постои и дека неа Тито ја измислил).
Η στιχομυθία:
Ανέτα: Συνεχώς προσβάλλετε το έθνος μου!
Σλάβκο: Ποιο έθνος;
Ανέτα: το Μακεδονικό!
Σλάβκο: Που είναι αυτό το έθνος;
Ανέτα: Εδώ είναι!
Σλάβκο: Πότε έγινε αυτό το έθνος;
Ανέτα: Με προσβάλλεις. Δεν έχεις ακούσει τίποτε εδώ και 20 χρόνια;
Σλάβκο: Αυτό το έθνος το εφηύρε ο Τίτο το 1946… για να μην πω και άλλα…
(αναφέρει το σλαβικό δημοσίευμα των Σκοπίων)
Πηγή: Γεώργιος Εχέδωρος
Ο ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ… ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΚΚΕ ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ
Tο 1912, οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης, συγκέντρωσαν και παρέδωσαν στην Τουρκία το μυθικό ποσό των 650.000.000 χρυσών λιρών ενώ μέλη της εβραϊκής κοινότητας, συγκρότησαν εθελοντικό σώμα και πολέμησαν κατά του Ελληνικού στρατού
Ο Ελληνισμός τα τελευταία χρόνια καλείται να αντιμετωπίσει ένα μέτωπο εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την επιβίωσή του ως έθνους, άπτονται της Εθνικής του Κυριαρχίας αλλά και της διαφυλάξεως της Εθνικής του υποστάσεως. Μία από τις βασικότερες εξωτερικές επιβουλές, η δυσμενής έκβαση της οποίας συνεπάγεται την πρόκληση μίας νέας Εθνικής τραγωδίας, αναίμακτης αυτή τη φορά αλλά εξ ίσου οδυνηρής με τις προγενέστερες αιματηρές, είναι αυτή η οποία σχετίζεται με το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα. Θραύση, στην κυριολεξία, κάνει και η ανθελληνική προπαγάνδα, η οποία διεξάγεται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, αναφορικά με το μείζονος σημασίας αυτό Εθνικό θέμα. Πρωτοπόροι, στην ανθελληνική αυτή εκστρατεία, τίθενται και πάλι οι εβραίοι, οι οποίοι καταβάλλουν τιτάνιες ομολογουμένως προσπάθειες, προκειμένου να «αποδείξουν» την… σλαβική καταγωγή των Μακεδόνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα επ’ αυτού, είναι η περίπτωση της μεταπτυχιακής ερευνήτριας του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, Αναστ. Καρακασίδου, η οποία υπό την προτροπή και συνεπικουρία του εβραίου ανθρωπολόγου Χέρτσφελντ, πανεπιστημιακού καθηγητή του Χάρβαντ, παρουσίασε μία ιστορική ανθρωπολογική εργασία, δια της οποίας αμφισβητεί την Ελληνική προέλευση των Μακεδόνων. Πρέπει να τονισθεί, ότι σύμφωνα με υφιστάμενες, απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες, το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, δέχεται επί πολλών ετών τις γενναιόδωρες οικονομικές χορηγίες, του ουγγροεβραίου βαθύπλουτου επιχειρηματία Τζωρτζ Σόρος, ο οποίος ως γνωστόν στηρίζει την οικονομία των Σκοπίων. Οι σιωνιστές, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να παραχαράξουν και να διαστρεβλώσουν, με τους συνεργούς τους, την ιστορία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι και η «Ευρωπαϊκή Ιστορία» του επίσης εβραίου Ντυροζέλ, η οποία κυκλοφόρησε ευρύτατα προ ολίγων ετών, παρέλειψε τυχαία (!) κάθε αναφορά στην Ελλάδα. Αποκαλύπτεται λοιπόν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο βιασμού της ιστορικής πραγματικότητας και της αλήθειας.
«Η ιστορία των Εβραίων της Μακεδονίας»
Το 1993, το κρατικό έκτρωμα των Σκοπίων, εξέδωσε το βιβλίο του Αλεξάντερ Μπατκόβσκι «Η ιστορία των Εβραίων της Μακεδονίας», στο οποίο αναφέρεται, η σύμπνοια που διέκρινε τους εβραίους και τους σκοπιανούς. Ανάμεσα στα άλλα θέματα που θίγει ο συγγραφέας, κάνει λόγο για τη συμβολή των εβραίων στην επανάσταση του «’Ιλλιντεν», η οποία είχε ως αποτέλεσμα την θανάτωση χιλιάδων Ελλήνων, με στόχο την ανεξαρτητοποίηση της Μακεδονίας, κάνοντας μνεία στον ηγετικό ρόλο, των εβραίων αδελφών Καμχή, σε αυτή την εξέγερση.
Σε συνέδριο το οποίο διεξήχθη εξ’ άλλου στη Θεσσαλονίκη (Νοέμβριος 1992), με θέμα τις Εβραϊκές Κοινότητες της Νοτιανατολικής Ευρώπης κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες, η εβραία «ιστορικός» Ρένα Μόλχο, η οποία μάλιστα τυγχάνει και πρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης του… Ελληνικού Εβραϊσμού, προέβη σε ψευδείς ισχυρισμούς της μορφής, ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης ήταν εβραίοι, κατά το 1912. Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι παραδέχθηκε την αντίδραση των εβραίων της περιοχής, στην ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον Εθνικό Ελληνικό κορμό. Στο σημείο ακριβώς αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εβραίοι, δια του περιοδικού τους «Χρονικά» (τεύχος Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 1992), έχουν προβάλλει την «άποψη» του τουρκοεβραίου περιηγητή Ελβιγιά Τσελεμπή ότι «…ο πρώτος κτίσας την πόλιν ταύτην (την Θεσσαλονίκης), ήταν ο Σολομών!».
Στο συνέδριο, είχε τοποθετηθεί ο ιστορικός κ. Σκορδύλης, ο οποίος ανέφερε τις παρασκηνιακές προσπάθειες τις οποίες κατέβαλλαν οι εβραίοι για τη διεθνοποίηση της Μακεδονίας υπό ιουδαϊκή διοίκηση, ενώ επίσης τόνισε τη συγκρότηση μικτής τουρκο-βλαχο-εβραϊκής επιτροπής, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, έργο της οποίας υπήρξε η προώθηση της αυτονόμησης της Μακεδονίας. Οι άξιοι διάδοχοι σε μισελληνισμό του δημίου Χ. Κίσσιγκερ, ανάβουν στην κυριολεξία φωτιές, υποδαυλίζοντας με τη μέθοδο της τεχνητής οξύνσεως, μέσω του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ανύπαρκτα ζητήματα, π.χ. αυτά τα περί μειονοτήτων Αρβανιτών και Βλάχων, εμμένοντας ταυτόχρονα στη θέση περί υπάρξεως σλαυομακεδόνων. Ακόμη τα Σκόπια έχουν αναθέσει την προβολή των θέσεών τους σε παγκόσμιο επίπεδο, στην μεγαλύτερη αμερικανοεβραϊκή εταιρεία δημόσίων σχέσεων, την «Hill and Κnowlton», στην οποία έχει καταφύγει, καθόλου συμπτωματικά, και η Τουρκία…
Η ανάμειξη των εβραίων ιδρυτών του ΚΚΕ Μπεναρόγια και Βεντούρα
Η αδιαμφισβήτητη ανάμειξη των εβραίων ιδρυτών του ΚΚΕ Αβραάμ Μπεναρόγια και Κουν Βεντούρα, οι οποίοι μάλιστα ως βουλευτές του ιδίου κόμματος, έθεσαν θέμα ανεξαρτητοποιήσεως της Μακεδονίας το 1927 μέσα στην Ελληνική Βουλή, στην τρισάθλια απόπειρα διασπάσεως της Μακεδονικής γης από τον Ελλαδικό κορμό, φωτίζει αρκετά το παρασκήνιο. Η εβραϊκή καταγωγή του Υπουργού Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Καρντέλι, ο οποίος διετέλεσε ΥΠ.ΕΞ. επί των ημερών διακυβερνήσεως της χώρας από τον εβραιοκροάτη Γιόζιπ Μπροζ Τίτο, δεν είναι γεγονός τυχαίο. Αμφότεροι υπήρξαν εμπνευστές και θεμελιωτές του ομοσπόνδου κρατιδίου της «Μακεδονίας».
Ανέκαθεν οι σιωνιστές στόχευαν στην απόσπαση της Μακεδονίας. Οι ραδιουργίες τους, σε όλα τα επίπεδα, το αποδεικνύουν. Από τα χρόνια ήδη της τουρκοκρατίας, ο εβραϊκής καταγωγής Ταάλ Μπέης, είχε επιδοθεί στην σφαγή του Μακεδονικού Ελληνισμού. Ακόμη και η ίδρυση του Μακεδονικού Κομιτάτου των Βουλγάρων, τρομοκρατική – δολοφονική οργάνωση που τόσο βασάνισε τον Μακεδονικό Ελληνισμό κατά τα έτη 1900-1908, ήταν έμπνευση, που υλοποιήθηκε από τους βουλγαρίζοντες κρυπτοεβραίους Γιόζεφ και Γιάγκοφ. Μεταγενέστερα, το 1905, η επανάσταση του «’Ιλλιντεν», όπως προαναφέρθηκε, στηρίχθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην ενεργό συμμετοχή των εβραίων, υπό την ηγεσία των αδελφών Καμχή.
Την ίδια μισελληνική στάση, επέδειξαν οι σιωνιστές κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ειδικότερα το 1912, οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι έλεγχαν τη στοά «Αλιάνς», συγκέντρωσαν, υπό μορφή εράνου και παρέδωσαν στην Τουρκία το μυθικό ποσό των 650.000.000 χρυσών λιρών (Δημοσίευμα Εφημερίδας «Εστία», 9 Οκτωβρίου 1912), ενώ μέλη της εβραϊκής κοινότητας, συγκρότησαν εθελοντικό σώμα και πολέμησαν κατά του Ελληνικού στρατού, στο πλευρό των Τούρκων.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι ουδέποτε, κατά την αρχαιότητα, η Θεσσαλονίκη διέθετε ισχυρή εβραϊκή κοινότητα. Από της ιδρύσεως μάλιστα της πόλεως (4ος αιών π.Χ.) μέχρι σήμερα, ο πληθυσμός της συμπεριελάμβανε ελάχιστο αριθμό εβραίων, τόσο μηδαμινό στον αριθμό, ώστε οι ιστορικοί δεν ασχολήθηκαν καν με την καταγραφή του. Όταν ο Σαούλ ή Παύλος επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη τον 1ο αιώνα μ.Χ. η εβραϊκή παροικία ήταν αρκετά ισχνή.
Ο κατακλυσμός της Θεσσαλονίκης από εβραίους, άρχισε να πραγματοποιείται κατά τον 16ο αιώνα, όταν οι εβραίοι εγκαταλείπουν ομαδικώς την Ισπανία, συνεπεία των διώξεων που υπέστησαν από την Ιερά Εξέταση. Σημαντικό ρεύμα εβραίων προς την Θεσσαλονίκη, παρατηρείται επίσης προς το 1720-1730, προερχόμενο από την Ιταλία. Το ρεύμα αυτό δεν προέρχεται από διωγμούς, αλλά εκδηλώνεται όταν οι εβραίοι διαπιστώνουν ότι λόγω της οθωμανικής κατοχής, μπορούν να εξαπλώσουν ασυδότως τις εκμεταλλευτικές τους δραστηριότητες σε ελληνικό έδαφος, όπως και το πράττουν, όσο καλύτερα μπορούν.
Χαρακτηριστικό είναι και το παρακάτω από τις ίδιες τις εβραϊκές μαρτυρίες (περιοδικό «Χρονικά», τεύχος Μαίου-Ιουνίου 1994, σελ. 24): «Στα 1821, κατά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης, πολλοί χριστιανοί της Θεσσαλονίκης συνελήφθησαν. Για την απελευθέρωσή τους, οι Τούρκοι αξιωματούχοι εισέπραξαν ως λύτρα 440.000 γρόσια. Για να συγκεντρώσουν αυτό το ποσόν οι χριστιανοί, δανείσθηκαν από Εβραίους τραπεζίτες προς 30-50% επιτόκιο, με ενέχυρο τιμαλφή και σκεύη των ναών, λαμβάνοντας μετρητά το ένα δεύτερο ή ένα τρίτο της αξίας. Δυστυχώς δεν ξέρουμε από ποιους τραπεζίτες».
Οι σιωνιστές είχαν υποτάξει οικονομικά την Θεσσαλονίκη
Οι σιωνιστές με πρωτοπόρους τους αδελφούς Μοδιάνο, είχαν υποτάξει οικονομικά κατά τέτοιο τρόπο την πόλη, ώστε να έχει περιέλθει στην κατοχή τους, ένα μεγάλο τμήμα της Θεσσαλονίκης. Όπως μας πληροφορεί το περιοδικό «Χρονικά», «…Οι αδελφοί Μοδιάνο κατείχαν πολύ σημαντική κτηματική περιουσία με τα μέτρα της Θεσσαλονίκης της εποχής, το ύψος της οποίας με τραπεζικούς υπολογισμούς, έφτανε τις 700.000 λίρες και περιελάμβανε πολλά αστικά ακίνητα και υπεραστικά γήπεδα. Πιο κοντά στην πραγματικότητα από τους αριθμούς ήταν η λαϊκή έκφραση ότι «η μισή Θεσσαλονίκη ήταν δική τους», έκφραση που διασώθηκε ως τις μέρες μας.
Οι εβραίοι τραπεζίτες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το Ελληνικό στοιχείο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, θησαυρίζοντας στην κυριολεξία. Οι ίδιοι οι εβραίοι, στα «Χρονικά», ομολογούν: «Από τον 18ο αιώνα, καθώς ο χρηματικός φόρος γενικεύθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία, ολοένα και περισσότερα χωριά άρχισαν να δανείζονται από πλούσιους εβραίους ή τούρκους με πολύ υψηλό επιτόκιο, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σταδιακά σε τσιφλίκια, στο βαθμό που οι κάτοικοι των χωριών αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στους βαρείς φόρους και τους αυξανόμενους τόκους. Πολλά χωριά από τη Θεσσαλονίκη είχαν αυτή την τύχη», («Χρονικά», Μάιος – Ιούνιος 1994).
Πηγή: Greek-observatory
Κάναμε το λάθος με τους Σκοπιανούς, να μην το επαναλάβουμε με τους Τσάμηδες

Είναι γνωστό ότι επί μακρά χρονική περίοδο το σκοπιανό ζήτημα δεν απασχολούσε καθόλου την ελληνική πολιτεία. Είτε διότι εξαναγκασθήκαμε από τους Συμμάχους μας να μη ενοχλούμε τον Τίτο, προκειμένου να μη στραφεί προς την ΕΣΣΔ, είτε από κακή εκτίμηση.
Γεγονός είναι, πως όποιος πριν από τρεις δεκαετίες τολμούσε να αναφερθεί στην προκλητικότητα των εν Ελλάδι φιλοσκοπιανών, αντιμετώπιζε την οργή της Πολιτείας, με το σαθρό επιχείρημα ότι είναι ελάχιστοι, και πως ασχολούμενοι μ’ αυτούς τους δίνουμε αξία. Πόσο ανόητη ήταν η αντιμετώπιση, φαίνεται από τα πράγματα.
Φοβούμαι πως το ίδιο πράττουμε και με τους Αλβανοτσάμηδες. Είναι αλήθεια, πως τόσο οι Σλάβοι όσο και οι Αλβανοί είναι υποκινούμενοι. Αυτοί που απεργάζονται τη δημιουργία μικρών προτεκτοράτων στα Βαλκάνια, κάνουν καλά τη δουλειά τους. Το πρώτο επομένως που πρέπει να εκτιμήσουν οι Έλληνες αρμόδιοι, είναι πως ο υποκινητής είναι αρκετά ισχυρός και προφανώς αντίπαλοί μας δεν είναι ο κ. Γκρούεφσκι στα Σκόπια ή ο κ. Ίντριζι στην Αλβανία.
Προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοιες, με το Σκοπιανό, δυσάρεστες καταστάσεις, είναι απαραίτητο να επιδειχθεί η δέουσα προσοχή, στις διαφαινόμενες προθέσεις των Αλβανών να επιτείνουν τις προσπάθειές τους για δημιουργία “θέματος Τσάμηδων”.
Παρήγορο στοιχείο ήταν, η αντίδραση του προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια, ο οποίος διέκοψε την επίσκεψή του στη γείτονα χώρα, και απέστειλε διττό μήνυμα: αφ’ ενός προς τους Αλβανούς, ότι ο ίδιος θα αντιδράσει στις όποιες ενέργειες γίνουν από πλευράς τους για ανακίνηση και διόγκωση του θέματος, αφετέρου και προς την ελληνική πολιτεία, ότι δεν θα καταστεί συνήγορος και υποστηρικτής πολιτικών πράξεων, που δεν θα φέρουν τη σφραγίδα αξιοπρεπούς αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων.
Η ενέργεια του κ. Κ. Παπούλια δεν είχε την ανάλογη συνέχεια. Δεν προβάλλαμε αντιρρήσεις στις πιέσεις και χωρίς κάποιο αντάλλαγμα ψηφίσαμε υπέρ της ένταξης της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ, δεχθήκαμε χωρίς έλεγχο εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς, μεταξύ των οποίων και καταδίκους σε βαριές ποινές, αλλά και με επιδότηση δική μας στείλαμε επιχειρήσεις στην Αλβανία, προκειμένου να μη υπάρξουν μεγάλες κοινωνικές εντάσεις στη χώρα αυτή, όπως προέβλεπε το Σύμφωνο Σταθερότητας που άκριτα αποδεχθήκαμε. Τώρα δε με τη Συμφωνία του αγωγού, τους κάναμε ένα σημαντικό δώρο, απεμπολώντας το αντάλλαγμα που δικαιούμασταν.
Το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι η ενημέρωση τόσο της διεθνούς, όσο δυστυχώς και της ελληνικής κοινής γνώμης, περί του θέματος των Αλβανών Τσάμηδων, εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου, οι οποίοι όχι μόνον παρέμειναν ατιμώρητοι για τα εγκλήματα που διέπραξαν, αλλά και λόγω αυτού εμφανίζονται ως τιμητές και απαιτούν την, κατ’ αυτούς, δικαίωση.
Προ πάντων, πρέπει να εξηγηθεί, ότι το επίθετο Τσάμης υποδηλοί εν παραφθορά τον κάτοικο περιοχής γύρω από τον ποταμό Θύαμη, ανεξάρτητα αν πρόκειται περί Έλληνος ή Αλβανού, που διέμενε για κάποιο χρονικό διάστημα εκεί.
Οι μουσουλμάνοι Αλβανοί Τσάμηδες, μετά από πίεση κυρίως της Ιταλίας και της υποχώρησης, του τότε δικτάτορα πρωθυπουργού Θ. Πάγκαλου σε κάθε τι το αλβανικό σε επιστολή προς τον Αλβανό ομόλογό του, διακήρυξε την ελληνοαλβανική, όχι αρβανίτικη, καταγωγή του παρέμειναν στην Ελλάδα, παρά τα περί αντιθέτου προβλεπόμενα για ανταλλαγή πληθυσμών, που ολοκληρώθηκε το 1925.
Αυτοί λοιπόν οι Τσάμηδες, 15 χρόνια αργότερα, βρήκαν την ευκαιρία να πλήξουν τη χώρα μας, συνεργάσθηκαν με Ιταλούς και Γερμανούς και τέλεσαν απάνθρωπα εγκλήματα κατά των Ελλήνων. Μικρό μέρος αυτών δημοσιεύουμε, σύμφωνα με Έκθεση Ειδικής προς τούτο Επιτροπής του ΟΗΕ (Πίνακας Εγκλημάτων του “Αλβανικού Συστήματος Διoικήσεως”, κατά την κατοχή στη Θεσπρωτία):
Δολοφονηθέντες υπό Τσάμηδων μόνων ή εν συνεργασία με τα στρατεύματα κατοχής 632.
Eξαφανισθέντες και απαχθέντες όμηροι 428.
Βιασμοί γυναικών και κορασίδων 209.
Aπαγωγαί 31.
Πυρποληθείσαι οικίαι 2.332.
Λεηλατηθέντα ολοσχερώς χωριά 53.
Διαρπαγέντα ζώα: α) αιγοπρόβατα 37.556, β) βοοειδή 9.285, γ) ιπποειδή 4.185, δ) πoυλερικά (ένα μέρος) 30.000, ε) κυψέλαι 742…
Οι Αλβανοί Τσάμηδες, για να αποφύγουν την τιμωρία τους, έφυγαν από την Ελλάδα μαζί με τα στρατεύματα κατοχής, όταν τελείωσε ο πόλεμος. Μεγάλος αριθμός από αυτούς δικάστηκαν από την ελληνική δικαιοσύνη ερήμην και καταδικάστηκαν σε ποινές, που έμειναν ανεκτέλεστες.
Η ελληνική πολιτεία, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα, δεν ανακίνησε το θέμα απαιτώντας την απόδοση δικαιοσύνης, με πιθανό αποτέλεσμα να βρεθεί σε λίγο καιρό η Ελλάδα απολογούμενη, για δήθεν παραβιάσεις των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, ατιμώρητων και αποθρασυνθέντων εγκληματιών.
Δεν θα είναι η πρώτη φορά…
Ο Μακεδών
Πηγή: Maccunion
Μακεδονικό Έθνος Ούτε Υπήρξε Ούτε Υπάρχει
Το 1918 επικράτησε στη Ρωσία το Κομμουνιστικό καθεστώς, με στόχους την συν τω χρόνω εξάπλωσή του αρχικά στις γειτονικές χώρες, που προϋπέθετε και την έξοδο στο Αιγαίο, που δεν είχε επιτύχει ο Τσάρος και εν συνεχεία την επέκταση στην Ευρώπη.
Κομμουνιστικά κόμματα άρχισαν να ιδρύονται συστηματικά σε διάφορες χώρες και ιδιαίτερα στη Βαλκανική. Η συσταθείσα το 1921, προφανώς με εντολή του Κόμματος Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (Β.Κ.Ο.), μετά από πρόταση του Βούλγαρου Κομμουνιστή Κολλάρωφ, διακήρυξε την επιδίωξη αυτονόμησης της Μακεδονίας και Θράκης από την Ελλάδα, με στόχο να προσαρτηθούν στη Βουλγαρία, καθώς και η Ανατολική Ρωμυλία και βέβαια να επιτευχθεί ο έλεγχος του Αιγαίου. Ο Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Γεωργιάδης διαφώνησε και διεγράφη.
Το 1924 η απόφαση της Β.Κ.Ο. επικυρώθηκε στη Μόσχα από την Κομιντέρν και έγινε υποχρεωτική για όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε. που συμμετείχαν στη Β.Κ.Ο. και διαφώνησαν, διεγράφησαν από το Κόμμα.
Η κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έδωσε την αφορμή στον Τίτο της δημιουργίας, αντί της αυτονομήσεως, του ψευδούς Μακεδονικού Έθνους των Σκοπίων, ως προγεφυρώματος για επέκταση στο Αιγαίο.
Τον Οκτώβριο του 1940, σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη είχε ήδη υποταγεί στο Χίτλερ, η Σοβιετική Ένωση ήταν τότε σύμμαχος της Γερμανίας και όλες οι Βαλκανικές χώρες είχαν επαφές με τον Χίτλερ. Η Ελλάδα τότε μόνη στην Ευρώπη, δέχτηκε επίθεση από την Φασιστική Ιταλία την οποία και νίκησε.
Το Φεβρουάριο 1941 ο Άγγλος Υπουργός Εξωτερικών Ήντεν ήλθε στην Ελλάδα και ανέφερε στον Έλληνα Πρωθυπουργό, ότι η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία αρνήθηκαν να συμπράξουν με την Ελλάδα και να πολεμήσουν κατά της Γερμανίας. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός επανέλαβε προηγούμενη δέσμευσή της Ελλάδας, ότι θα πολεμήσει ακόμη και μόνη της και κατά της Γερμανίας, παρά το γεγονός, ότι ήδη πολεμούσε στην Αλβανία κατά της Ιταλίας. Τότε ο Ήντεν έλαβε τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ, που έλεγε να μην πιεσθεί η Ελλάδα να εμπλακεί σε άπελπι αγώνα και με τη Γερμανία.
Μετά την απάντηση αυτή της Ελλάδας έφθασαν από τις αρχές Μαρτίου 1941 στον Πειραιά πολύ περιορισμένης στρατιωτικής δυνατότητας Αγγλικά, Αυστραλέζικα και Νεοζηλανδικά τμήματα, που αργότερα πολέμησαν στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία και την Κρήτη κατά των Γερμανών.
Στα Σκόπια εισήλθαν οι Γερμανοί από Βουλγαρικό έδαφος όπου έγιναν δεκτοί ως ελευθερωτές. Τα Σκόπια ήταν πρωτεύουσα της περιφέρειας της νότιας Σερβίας, γνωστής ως Βαρδάρσκα. Η Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας έγινε την 6η Απριλίου 1941.
Εάν η Ελλάδα, όπως έκαναν η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία, ηρνείτο να πολεμήσει κατά του Άξονα:
α) «Οι Γερμανοί θα είχαν καταλάβει πριν έλθει ο χειμώνας τη Μόσχα και την Πετρούπολη και άλλη θα ήτο η τύχη του πολέμου, όπως είπε ο Γερμανός Στρατάρχης Καϊτελ στην Δίκη της Νυρεμβέργης, και άλλοι θα ήταν σήμερα κατηγορούμενοι». Άμεση επιβεβαίωση, πλην των Απομνημονευμάτων Γερμανών Στρατηγών, αποτελεί και η δήλωση του Χίτλερ τόσο στη γνωστή κινηματογραφίστρια φίλη του Leni Riefenstahl, όσο και στην Πολιτική του Διαθήκη, ότι: «Η επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδος υπήρξε καταστροφική για την Γερμανία. Αν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δεν χρειάζονταν τη βοήθεια μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε προλάβει να κατακτήσουμε το Λένινγκραντ και τη Μόσχα, πριν μας πιάσει το ρωσικό ψύχος»
β) Δεν θα επικρατούσε ο Κομμουνισμός στη Γιουγκοσλαβία και δεν θα εδημιουργείτο θέμα Μακεδονίας
Ο Τίτο, κυρίαρχος στη Γιουγκοσλαβία ως Κομμουνιστής, αφού εξουδετέρωσε τον Εθνικιστή Μιχαήλοβιτς, την 2α Αυγούστου 1944, με σύμφωνη γνώμη του Στάλιν, ανήγγειλε από το Σερβικό έδαφος την ίδρυση «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», υλοποιώντας και τις από το 1921 αποφάσεις της Κομιντέρν και όλων των Βαλκανικών Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Για να αναγνωρισθεί όμως η νέα εθνότητα, δηλαδή η «Μακεδονική Εθνότητα», έπρεπε να υπάρξει χωριστή κρατική υπόσταση, ιδιαίτερη γλώσσα, ανεξάρτητη εκκλησία και ιστορική παράδοση. Τα ανύπαρκτα αυτά συστατικά στοιχεία του ανυπάρκτου «Μακεδονικού Έθνους» οι πλαστογράφοι της Ιστορίας της Μακεδονίας τα κατασκεύασαν στα χαρτιά έκτοτε:
α) Το 1945 σχηματίστηκε Κυβέρνηση και Βουλή «Μακεδονική».
β) Το 1944 ονόμασε «Μακεδονική Γλώσσα» το προφορικό Βουλγαρικό ιδίωμα, που ομιλείτο στα Σκόπια και μόνο το 1945, μετά από επεξεργασία έγινε την 7.6.1945 η 6η επίσημη γλώσσα της Γιουγκοσλαβίας. Η πρώτη Γραμματική της «Μακεδονικής Γλώσσας» κυκλοφόρησε το 1952 και το πρώτο Φιλολογικό Λεξικό το 1961.
γ) Το αθεϊστικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Τίτο, ίδρυσε το 1968 την «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Μακεδονίας», που δεν την αναγνωρίζει καμία Ορθόδοξη Εκκλησία.
δ) Με τον ψευδή ισχυρισμό, ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, επινόησαν ότι ως Σλάβοι, ενώθηκαν τον 6ο αιώνα με τους μη Έλληνες Μακεδόνες και έγιναν αυτοί Μακεδόνες. Ως Μακεδόνες συγκέντρωσαν από όλα τα αρχεία του κόσμου, ότι ανεφέρετο στη Μακεδονία και οικειοποιήθηκαν όλα τα γεγονότα και πρόσωπα που ανά τους αιώνες έδρασαν στη Μακεδονία και το 1969 κυκλοφόρησαν την «Ιστορία του ψευδομακεδονικού Έθνους», που αποτελεί την μεγαλύτερη πολιτική και ιστορική απάτη στην παγκόσμια Ιστορία.
Εκατοντάδες επιστήμονες δούλεψαν δεκαετίες και κυκλοφόρησαν βιβλία και περιοδικά για να πείσουν τη λαϊκή μάζα, ότι υπάρχει «Μακεδονική Εθνότητα».
Το τεχνητό αυτό «Μακεδονικό Έθνος», το Μονοκομματικό Κομμουνιστικό Καθεστώς το επέβαλε στους νέους των Σκοπίων και φοβούμαι και σε πολλούς νέους των άλλων Κομμουνιστικών χωρών και με έναν, αδιανόητο, για δημοκρατικές χώρες προπαγανδιστικό μηχανισμό ενός μονοκομματικού Κομμουνιστικού, καθεστώτος, παραπλάνησε ανιστόριτους και αφελείς σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες. Είχαν όλα, κατά τον Ηρόδοτο (Ι, 581), τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το αυτό Έθνος. Δηλαδή είχαν την αυτή γλώσσα με όλους τους άλλους Έλληνες, την Ελληνική. Τα αυτά ιερά και είχαν τους αυτούς Θεούς, η κατοικία των οποίων ήταν στο Μακεδονικό Όρος τον Όλυμπο. Οι 9 Μούσες ήταν επίσης από τα Πιέρια της Μακεδονίας. Οι Μακεδόνες όπως όλοι οι Έλληνες συμμετείχαν στις Αμφικτιονίες και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η ταυτότητα των Μακεδόνων ως Ελλήνων, που είναι ταυτότητα Ελλήνων, αποτελεί την ουσία του Σκοπιανού προβλήματος και όχι η απλή ονομασία του κράτους χωρίς να συνδέεται με την Ιστορία. Την ταυτότητα των Μακεδόνων ως Ελλήνων, επιβεβαιώνουν τα ιερά κείμενα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, κείμενα αρχαίων Ελλήνων, Εβραίων και Ρωμαίων συγγραφέων και χιλιάδες ελληνικών επιγραφών.
Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, με επιστολή του της 11.1.1993 προς τα Παγκόσμια Εβραϊκά Συνέδρια και Συμβούλια, αναφέρει: «Η Ιουδαϊκή θρησκεία και φιλολογία αποτελούν τους αδιάψευστους μάρτυρες του αρχαίου εθνολογικού χαρακτήρα των Μακεδόνων ως Ελλήνων».
«Οι αρχαίοι και νεώτεροι Μακεδόνες είναι Έλληνες και η γλώσσα των Μακεδόνων είναι η Ελληνική», διακήρυξαν με ομόφωνα ψηφίσματα τους τα Νομοθετικά Σώματα 14 Πολιτειών των Η.Π.Α.
Την ανωτέρω ιστορική αλήθεια επιβεβαίωσαν οι 15 ηγέτες της ΕΟΚ τον Ιούνιο 1992 στη Διάσκεψη Κορυφής στη Λισσαβώνα, όπου ομόφωνα αποφάσισαν να αναγνωρίσουν τα Σκόπια εφόσον δεν θα έχουν τη λέξη «Μακεδονία». Το θέμα είχε τεθεί από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος στην από 3.1.1992 επιστολή του, όπου τόνιζε ότι είναι Μακεδόνας και ετόνιζε ότι:
«Η αναγνώριση της αυτοαποκαλουμένης “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” έχει θεμελιώδη σημασία για την Ελλάδα και το γνωρίζω καλύτερα από κάθε άλλον αφού είμαι ο ίδιος Μακεδών. Η Δημοκρατία αυτή ούτε εθνολογικά, ούτε ιστορικά έχει το δικαίωμα να ονομάζεται Μακεδονία».«Η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της χώρας αυτής αποτελείται από Αλβανούς, Τούρκους, Τσιγγάνους και Σλάβους, που καμία σχέση δεν έχουν με Μακεδόνες», και ότι: «Είναι αδιανόητο με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου να δίδεται ιστορική νομιμοποίηση σε Τίτο και Μόσχα που ονόμασαν την Νότιο Γιουγκοσλαβία σε Μακεδονία προς έξοδο στο Αιγαίο αποσπώντας την Μακεδονία από την Ελλάδα».
Την εθνολογική σύνθεση των κατοίκων της ΠΓΔΜ ως Σλάβων (Βουλγάρων και Σέρβων) ομολόγησε και ο τ. Πρόεδρος της ΠΓΔΜ κ. Κίρο Γκλιγκόρωφ με την δήλωση του: «Δεν διεκδικούμε τον Αλέξανδρο, ημείς είμεθα Σλάβοι».
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που αναφέρει στο βιβλίο του ο κ. Κίρο Γκλιγκόρωφ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» (σελ. 259), ότι στην δεξίωση που έγινε στη Νέα Υόρκη την επομένη της αναγνωρίσεως ως ανεξαρτήτου Κράτους των Σκοπίων, μια ομάδα νέων από την Αυστραλία του είπαν: «Εσείς μιλήσατε, αλλά δεν είπατε το σημαντικότερο. Δεν είπατε ότι εμείς είμαστε απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ότι αρνηθήκαμε την καταγωγή μας, τους προγόνους μας». «Δυσκολεύτηκα να βρω απάντηση αμέσως (συνεχίζει ο Γκλιγκόρωφ στο βιβλίο του) και τελικά τους είπα:
«Ξέρετε, σέβομαι τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις σας. Είναι δικαίωμα σας. Αλλά σύμφωνα με την ιστοριογραφία στον Μακεδονικό λαό επικρατεί η γνώμη ότι είμαστε Σλάβοι. Έχουμε έλθει στα Βαλκάνια τον 6ο και 7ο αιώνα έχουμε εγκατασταθεί στα εδάφη που ονομάζονται Μακεδονία. Δεν γνωρίζω το κατά πόσο στις φλέβες μας συνεχίζει να ρέει κάποια σταγόνα αίματος των αρχαίων Μακεδόνων!». Αλλά ακόμα και έτσι, δεν είναι αυτό που δίνει την ταυτότητα του λαού μας. Δεν θέλω να σας πείσω για το αντίθετο, αφού είστε αυτής της γνώμης. Είναι δικαίωμα σας αλλά αυτό δεν πρέπει να αλλοιώνει την άποψη σας για το γεγονός πως η δημοκρατία της Μακεδονίας είναι ανεξάρτητο κράτος. Έμειναν ακόμη μου φάνηκε μισή ώρα στην αίθουσα και έφυγαν ανικανοποίητοι, όπως μου φάνηκε».
Πρώτος και άμεσα κατήγγειλε την δημιουργία από τον Τίτο της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ο Stettinious, τότε Υπουργός Εξωτερικών της Κυβερνήσεως Ρούζβελτ που διείδε τον απώτερο στόχο των Κομμουνιστών, ο οποίος με την υπ’ αριθ. 868614/26.12.1944 Εγκύκλιό του προς τους Πρεσβευτές και τους Προξένους των ΗΠΑ έδωσε οδηγίες να πληροφορήσουν, ότι η Αμερικανική Κυβέρνηση θεωρεί δημαγωγία (δηλ. ως απάτη), την ύπαρξη «Μακεδονικού Έθνους», «Μακεδονικής συνείδησης». «Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν εκπροσωπούν ούτε εθνική, ούτε πολιτική πραγματικότητα και στόχο έχουν την απόσπαση τμήματος της Ελλάδος (της …Μακεδονίας που κατοικείται από Έλληνες).
Ο Ζέλεφ όταν ως Πρόεδρος της Βουλγαρίας ρωτήθηκε την 20η Ιουνίου 1993 στη Σουηδία, από δημοσιογράφο της Σουηδικής Εφημερίδας Svenska Dugbladed, για «Μακεδονικό Έθνος», δήλωσε ότι: «Το Μακεδονικό Έθνος που δημιούργησε μετά τον Πόλεμο η Κομιντέρν είναι Έγκλημα του ΤΙΤΟΪΣΜΟΥ και του ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΥ».
Δυστυχώς ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Τζωρτζ Μπους (υιός) εγκατέλειψε την πάγια πολιτική των ΗΠΑ (Στεττίνιους και Δόγμα Τρούμαν) στο πρόβλημα που δημιούργησε ο Τίτο και η Μόσχα, μετονομάζοντας μεταπολεμικά τη νότιο Γιουγκοσλαβία σε «Μακεδονία».
Στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης έγιναν πρόσφατα εγκαίνια Έκθεσης αρχαιολογικών θησαυρών της Μακεδονίας με τίτλο «Από τον Ηρακλή στον Μέγα Αλέξανδρο». Ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ, ιστορικός και Καθηγητής της Οξφόρδης – ο ιστορικός σύμβουλος του Αμερικανού παραγωγού Olive Stone στην κινηματογραφική ταινία «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ»- μιλώντας στα εγκαίνια της έκθεσης δήλωσε «Ξαναγράφεται η ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης από ότι την ξέραμε μέχρι σήμερα». Ο ίδιος με τρεμάμενη φωνή από την συγκίνηση χαρακτήρισε την έκθεση την μεγαλύτερη που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στην Βρετανία όσον αφορά την αρχαία Ελλάδα. Ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ σε δήλωση του στην κρατική τηλεόραση υπογράμμισε και το πολιτικό μήνυμα της εκθέσεως «Αποδεικνύει ότι αυτοί που υποστηρίζουν ότι τα Σκόπια είναι Μακεδονία είναι τουλάχιστον ανιστόριτοι. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Τρίτη 12 Απριλίου 2011). Είναι σαν να υποστηρίζει κάποιος ότι η Οξφόρδη είναι στη Λευκορωσία».
Μετά τα ανωτέρω, τα κράτη που αναγνώρισαν την ΠΓΔΜ ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» οφείλουν να ανακαλέσουν την απόφαση τους.
ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΤΟΝ ΟΡΟ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»
ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΤΟΝ ΟΡΟ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΡΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ
Είναι γνωστές οι επίμονες προσπάθειες των Σκοπίων να επιβάλουν στη διεθνή κοινότητα και ειδικότερα στην Ελλάδα, τα Ελληνικά ιστορικά ονόματα «Μακεδονία» και «μακεδόνας» για τον κρατικό και εθνικό τους προσδιορισμό. Ο αδιάντροπος αυτός σφετερισμός της ταυτότητας των Μακεδόνων, που είναι και ταυτότητα των Ελλήνων, καθώς και της ελληνικότητας του Ονόματος, της Γλώσσας, της Ιστορίας και του Πολιτισμού της Μακεδονίας, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, δεν μας ξενίζει ιδιαίτερα γιατί ξεκίνησε πριν από 60 χρόνια. Εκείνο που μας ξενίζει είναι η πρόσφατη αναγνώριση των Σκοπίων, από τις ΗΠΑ, με το Ελληνικό αυτό όνομα, γιατί είναι αχαρακτήριστη, άστοχη, προσβλητική, επικίνδυνη, σε βάρος της Ελλάδας, και οπωσδήποτε ασυνεπής σε σχέση με τις προγενέστερες θέσεις και ενέργειές του επί του θέματος.
Αδιάψευστα ιστορικά γεγονότα και ντοκουμέντα αποδεικνύουν ότι η, με σύμφωνη γνώμη του Στάλιν, μετονομασία, τον Αύγουστο του 1944, από τον Τίτο, από Νότια Σερβία σε «Μακεδονία», είχε δύο στόχους : ο πρώτος στόχος ήταν ο προσδιορισμός και αποδυνάμωση της Σερβίας, ο δε δεύτερος και σπουδαιότερος, η απόσπαση της Βόρειας Ελληνικής Επαρχίας της Μακεδονίας προς έλεγχο του Αιγαίου, ιδιαίτερα της πολύ σημαντικής πόλεως και λιμένος της Θεσσαλονίκης, και η στη συνέχεια δημιουργία της ψευδομακεδονίας του Αιγαίου. Φαίνεται ότι οι ΗΠΑ λησμόνησαν την τότε σαφή και αποτελεσματική στάση ως και τις στη συνέχεια ενέργειές τους.
Συγκεκριμένα, στην ενέργεια αυτή του Τίτο, οι ΗΠΑ αντιτάχθησαν και αντέδρασαν άμεσα με τον Υπουργό Εξωτερικών, της Κυβερνήσεως Ρούσβελτ, Εdward R. Stetinius Jr, o oποίος με την υπ΄αριθμό 868014/26-12-44 εγκύκλιό του, δήλωσε τα εξής : «Η Κυβέρνηση αυτή θεωρεί ότι οποιαδήποτε αναφορά σε «Μακεδονικό Έθνος», «Μακεδονική Πατρώα Γη» ή «Μακεδονική Εθνική Συνείδηση» είναι αδικαιολόγητη και δημαγωγική, δεν αντιπροσωπεύει εθνική ή πολιτική πραγματικότητα, ενώ διαβλέπει, στην παρούσα αναβίωσή της, πιθανό μανδύα για επιθετικές ενέργειες εναντίον της Ελλάδας. Η επίσημη πολιτική αυτής της Κυβέρνησης είναι να λάβει τα αναγκαία μέτρα εναντίον εκείνων που θα βοηθήσουν τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία στη δημιουργία «Μακεδονικού Ζητήματος» σε βάρος της Ελλάδας».
Την πολιτική αυτή ενίσχυσαν και νεώτεροι Πρόεδροι ως και τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ. ΟΙ ανωτέρω δηλώσεις αποδείχθησαν προφητικές δεδομένου ότι ο Τίτο και ο Στάλιν πράγματι ξεκίνησαν επιθετική ενέργεια εναντίον της Ελλάδας στην οποία οι ΗΠΑ αντέδρασαν με το Δόγμα ΤΡΟΥΜΑΝ και βοήθεια προς την Ελλάδα, το 1947, προκειμένου να προστατευθεί η εδαφική της ακεραιότητα από κομμουνιστική κατοχή. Την ανωτέρω άποψη/στάση των ΗΠΑ ενίσχυσαν επίσης, μεταξύ άλλων, ο ΟΗΕ, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος και οι ομολογίες Στάλιν και Δημητρώφ.
Κατωτέρω θα επαναληφθούν συνοπτικά, οι κυριότεροι λόγοι που δεν επιτρέπουν τη χρήση των ονομάτων «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «Μακεδονικός από το νέο κράτος :
α. Δεν είναι σωστό μια χώρα, η οποία είναι τμήμα μιας γεωγραφικής περιοχής, να ορίζεται αυθαίρετα από μόνη της, με επίσημο τρόπο, εκπρόσωπος της όλης περιοχής.
β. Δεν αντιπροσωπεύει ούτε εθνική ούτε πολιτική πραγματικότητα δεδομένου ότι τα ονόματα αυτά είναι καθαρά Ελληνικά, αναφορικά με την προέλευσή τους, και ότι δεν υπάρχει Μακεδονική φυλή. Η χρήση των ονομάτων αυτών στην αρχαία Ελλάδα, ακόμη και σε προσδιορισμούς όπως «Βασίλειο της Μακεδονίας του Φιλίππου του Β΄ή του Μεγάλου Αλεξάνδρου» έδειχνε γεωγραφική περιοχή και όχι εθνότητα. Οι Μακεδόνες όπως οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Θηβαίοι, Κύπριοι κ.λ.π. ήταν όλοι Έλληνες.
γ. Μπορεί να στηρίξει εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος γειτονικών χωρών, όπως συνέβηκε πολλές φορές μέχρι τώρα.
δ. Δεν υπάρχει ομοιογένεια στον πληθυσμό του νέου κράτους. Σύμφωνα με ένα άρθρο στο περιοδικό Christian Science Monitor, στις 28 Οκτωβρίου 1992, στη σελίδα 19, από τον C.M.WOODHOUSE, πολύ γνωστό ιστορικό και πρώην μέλος του Βρετανικού Κοινοβουλίου ο οποίος υπηρέτησε τη Μεγάλη Βρετανία, στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο πληθυσμός αποτελείται από 40-45% Σλάβους, 30% Αλβανούς, 10% Έλληνες και 10% Τσιγγάνους και λοιπούς.
ε. Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί την παραποίηση της ιστορίας της Μακεδονίας στους ακόλουθους ψευδείς ισχυρισμούς/επιχειρήματα που έχουν κατασκευασθεί από τους Σκοπιανούς αξιωματούχους προκειμένου να υποστηρίξουν τις προσπάθειές τους να επιβάλουν τη χρήση του ονόματος Μακεδονία και των παραγώγων του :
– Ότι οι Μακεδόνες δεν είναι Έλληνες αλλά μια ξεχωριστή εθνότητα.
– Ότι η γλώσσα τους δεν είναι η Ελληνική, αλλά το ιδίωμα που ομιλείται στην περιοχή των Σκοπίων.
– Ότι η Μακεδονία εκτείνεται προς Βορράν πολύ πέραν των ορίων της ιστορικής Μακεδονίας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνει πραγματικές σλαβικές περιοχές που δεν είχαν υπάρξει ποτέ τμήματα της Μακεδονίας στην αρχαιότητα και οι οποίες στην πραγματικότητα ήταν τμήματα της αρχαίας Δαρδανίας.
– Ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, αλλά ένα ξεχωριστό έθνος που είχε σχέση με τους Ιλλυριούς και τους Θράκες.
– Ότι όταν οι Σλάβοι κατέβηκαν στη Βαλκανική, κατά τη διάρκεια του 6ου και 7ου αιώνων μ.Χ. συγχωνεύθηκαν με τους μη Έλληνες απογόνους των αρχαίων Μακεδόνων και έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο έθνος οι Σλαβο-Μακεδόνες.
– Ότι οι απόγονοι αυτών των Σλαβο-Μακεδόνων του μεσαίωνα είναι οι σημερινοί Μακεδόνες των Σκοπίων.
– Ότι στη Βουλγαρία και Ελλάδα υπάρχουν κάτοικοι οι οποίοι ανήκουν σ΄αυτό το «Μακεδονικό Έθνος» οι οποίοι σχηματίζουν καταπιεσμένες μειονότητες των οποίων τα δικαιώματα πρέπει να αναγνωρισθούν.
– Ότι οτιδήποτε αποκαλούμενο «Μακεδονικό», ήθη, έθιμα, πολιτισμός κ.λ.π. δεν είναι Ελληνικό, αλλά δημιούργημα των Μακεδόνων του τύπου των Σκοπίων.
Φυσικά όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορούν να αντέξουν κριτική γιατί είναι τελείως αμφισβητήσιμοι τόσο με ιστορικά και εθνολογικά όσο και με πολιτιστικά ή κοινωνιολογικά κριτήρια.
Τα επιχειρήματα να μη χρησιμοποιηθούν τα ονόματα «Μακεδονία» και «Μακεδονικός» είναι ουσιώδη και σε σύγκριση με τους ισχυρισμούς των Σκοπιανών είναι συντριπτικά και αποφασιστικά.
Οι κατασκευασμένοι από τους Σκοπιανούς ισχυρισμοί, που προαναφέρθηκαν, προβάλλονταν και προβάλλονται συνεχώς από τους αξιωματούχους των Σκοπίων όχι μόνο τότε που ήταν ομόσπονδο κράτος αλλά ιδιαίτερα και πιο επίμονα τώρα που είναι ανεξάρτητο κράτος. Μολονότι δεν αντέχουν ακόμη και στοιχειώδη κριτική δεδομένου ότι είναι ψευδείς και αδικαιολόγητοι, τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία θα αποδείξουν ότι τα αντικρούοντα αυτούς επιχειρήματα είναι ουσιαστικά, συντριπτικά και αποφασιστικής σημασίας.
Η Μακεδονία από μόνη της, με τις χιλιετίες της παλιάς της δόξας, δεν θα επιτρέψει την αλλαγή της ιστορίας. Μόνο το άκουσμα των ονομάτων του Αριστοτέλη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η συνεισφορά τους στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, του πρώτου με τη σοφία του και του δεύτερου με την πολεμική του αρετή, την ανδρεία, την εξαίρετη πολιτική και τη μεγαλοσύνη του, θα έπρεπε να είναι αρκετά για να επαναφέρουν στα λογικά τους όλους αυτούς που προσπαθούν να παραποιήσουν την ιστορία της.
Η Μακεδονία υπήρξε πάντοτε και εξακολουθεί να είναι ακόμη η πιο προχωρημένη έπαλξη και ο προμαχώνας της Ελλάδας.
Όλες οι ιστορικές πηγές συμφωνούν αναφορικά με τη γεωγραφική θέση της αρχαίας Μακεδονίας της οποίας τα όρια ήταν τα ακόλουθα :
– Το Αιγαίο Πέλαγος και τα βουνά Καμβούνια, Πιέρια και Όλυμπος προς νότον.
– Οι λίμνες Οχρίδα και Πρέσπα και τα βουνά Βαμβούνα, Σκόμιο και Ροδόπη προς βορράν.
– Ο ποταμός Νέστος προς ανατολάς και τα βουνά Γράμμος και Πίνδος προς δυσμάς.
Οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, οι Μακεδόνες, ανήκαν σε μια από τις αρχαιότερες Ελληνικές φυλές. Οι πλησιέστεροι συγγενείς τους ήταν οι Θεσσαλοί και ειδικότερα οι Μαγνήσιοι με τους οποίους μοιράζονταν την Αιολική καταγωγή.
Η γλώσσα που μιλούσαν ανήκε στους αρχαιότερους τύπους της Ελληνικής και είχε συγγένεια με τις διαλέκτους της Αιολικής, Αρκαδικής, Κυπριακής και Μηκυναϊκής.
Η θρησκεία των Μακεδόνων ήταν η ίδια με τη θρησκεία των άλλων Ελλήνων οι δε μύθοι και παραδόσεις τους ήταν τα ίδια που συναντούσες σε όλο τον Ελληνικό κόσμο.
Ο Βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β΄και ο γιός του Αλέξανδρος ο Μέγας στον οποίο οι Σκοπιανοί προσπαθούν επισταμένα να προσδώσουν «Σλαβομακεδονική» ταυτότητα ενεργούσαν όχι απλώς σαν Έλληνες αλλά σαν Πανελλήνιοι Αρχηγοί με την έννοια ότι έκαναν πράξη την παλιά ιδέα του σχηματισμού ενός ενιαίου Ελληνικού κράτους με τη συγχώνευση των Ελληνικών πόλεων-κρατών.
Στις χρονικές περιόδους που ακολούθησαν, και ειδικότερα μετά την εμφάνιση στη Βαλκανική των Σλάβων και των Βουλγάρων (6ο και 7ο αιώνα μ. Χ.) η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας όπως προσδιορίσθηκε προηγουμένως εξακολούθησε να είναι η έπαλξη και ο προμαχώνας του Ελληνισμού όπως ακριβώς ήταν και κατά την αρχαιότητα.
Η Παλαιά Διαθήκη, οι αρχαίοι συγγραφείς, σύγχρονοι ερευνητές, αμέτρητες επιγραφές σε αγάλματα, τάφους, στήλες με Ελληνικά ονόματα και αναθήματα, χιλιάδες νομίσματα, όχι μόνο στη Μακεδονία και στην υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και σε χώρες του εξωτερικού όπως στη Λιβύη, την Αίγυπτο και την Ασία, μέχρι τις Ινδίες, επιβεβαιώνουν κατηγορηματικά ότι, οι Μακεδόνες σαν Έλληνες, είχαν τους ίδιους θεούς, τις ίδιες θρησκευτικές λατρείες, και ότι ήταν αυτοί που διέδωσαν τη γλώσσα τους, που ήταν η Ελληνική, και το Ελληνικό πνεύμα σε όλο το γνωστό τότε κόσμο.
Η Παλαιά Διαθήκη περιλαμβάνει ακαταμάχητα και αδιάσειστα αυτούσια στοιχεία στα κείμενά της. Σε ένα από αυτά, ο Προφήτης Δανιήλ, 200 περίπου χρόνια πριν από τη γέννηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προέβλεψε ότι «ο Βασιλιάς των Μήδων και των Περσών θα κατατροπωθεί από έναν Έλληνα Βασιλιά και ότι αυτόν τον πρώτο μεγάλο Βασιλιά θα τον διαδεχθούν τέσσερις Βασιλιάδες από το ίδιο Βασίλειο».
Οι Αρχαίοι συγγραφείς και ιστορικοί δίνουν επίσης αμέτρητα αποδεικτικά στοιχεία. Η πρώτη ιστορική αναφορά δίνεται από τον Όμηρο ο οποίος στην Ιλιάδα μνημονεύει τα ονόματα διαφόρων Πελασγικών και Ελληνικών φυλών που ζούσαν στη Μακεδονία.
– Ο Στράβων αναφέρει: «Φυσικά η Μακεδονία είναι μέρος της Ελλάδας».
– Ο Ηρόδοτος γράφει: «Οι απόγονοι του Περδίκα, του πρώτου Βασιλιά των Μακεδόνων, είναι Έλληνες, όπως οι ίδιοι το θέλουν και όπως εγώ ο ίδιος το ξέρω».
– Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι: «Οι Μακεδόνες αποτελούνται από διάφορες ελληνικές φυλές κάτω από διάφορους Βασιλιάδες».
– Ο Πολύβιος λέει: «Οποία και πόσο μεγάλη τιμή πρέπει να ανήκει στους Μακεδόνες οι οποίοι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους δεν έπαψαν ποτέ να μάχονται εναντίον των Βαρβάρων για την ασφάλεια των Ελλήνων».
– Ο Αρριανός, στο βιβλίο του «Ανάβαση του Αλεξάνδρου» αναφέρει ότι μετά τη μάχη του Γρανικού ο Αλέξανδρος έκανε τα εξής: «Έστειλε στην Αθήνα, την πρώτη πόλη όλων των Ελλήνων, και όχι στην Πέλλα που ήταν η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, τριακόσιες πανοπλίες και άλλα Περσικά λάφυρα, για να ανατεθούν στην πολιούχο Αθηνά με την αφιέρωση «Αλέξανδρος ο Φιλίππου και οι Έλληνες, πλην Λακεδαιμονίων, από των Βαρβάρων των την Ασίαν οικούντων». Επίσης λέει ότι 2000 Έλληνες μισθοφόρους των Περσών, που συνέλαβε αιχμαλώτους, τους έστειλε δέσμιους στη Μακεδονία για να εργασθούν εκεί σαν δούλοι «ότι παρά τα κοινά δόξαντα τοις Έλλησιν, Έλληνες όντες, εναντία τη Ελλάδι υπέρ των Βαρβάρων εμάχοντο».
Με τις ενέργειές του αυτές ο Αλέξανδρος, εκτός από την απογοήτευσή του για τη μη συμμετοχή των Σπαρτιατών στην Πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών και για τις πολύ λίγες περιπτώσεις που Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των Περσών, δείχνει κυρίως πόσο περήφανος αισθανόταν για την Ελληνική καταγωγή του, ότι το επίτευγμά του το θεωρούσε καθαρά Ελληνικό και ότι το ίδιο θα έπρεπε να αισθάνονταν και οι άλλοι Μακεδόνες αφού ο Αλέξανδρος δεν έκανε καμιά ξεχωριστή αναφορά σ΄αυτούς.
Ο Παυσανίας επιβεβαιώνει ότι οι Μακεδόνες ήταν μέλη των Δελφικών Αμφικτυονιών λέγοντας : «Την εποχή μου οι Αμφικτυονίες ήταν τριάντα. Οι περιοχές της Νικόπολης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας έστειλαν η κάθε μια από έξη αντιπροσώπους» δεδομένου ότι, όπως είναι γνωστό σε όλους, μόνο Έλληνες ήταν μέλη Αμφικτυονιών. Επίσης ο Παυσανίας επιβεβαιώνει ότι οι Μακεδόνες συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπου μόνο Έλληνες μπορούσαν να αγωνιστούν, με πολλές συμμετοχές και πολλούς νικητές.
Ο Γιόχαν Γουσταύος Ντρόϊζεν, διαπρεπής Γερμανός φιλόλογος και ιστορικός στην ιστορία που έγραψε για το Μέγα Αλέξανδρο τονίζει ότι: «και οι δύο, και ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος, μετέφεραν και μετέδωσαν στους λαούς της Ασίας όχι το Μακεδονικό πολιτισμό, γιατί δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητος, αλλά τον Ελληνικό πολιτισμό».
Όταν οι χάρτες αποκαλύπτουν την αλήθεια
Οι προσπάθειες που έχουν γίνει από τους Σκοπιανούς να παρέξουν αποδεικτικά στοιχεία για τους ισχυρισμούς τους, με την κατασκευή πλαστών χαρτών, δεν απέδωσαν. Όσο σκληρά και να προσπαθήσει κάποιος δεν θα βρει, πουθενά σ΄όλο τον κόσμο, χάρτες εκτυπωμένους πριν από το 1944 οι οποίοι να εμφανίζουν τη λέξη «Μακεδονία» δε οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από την Ελλάδα.
Το πόσο αβάσιμα είναι τα επιχειρήματα των Σκοπιανών στην προσπάθειά τους να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους ότι υπάρχει «Μακεδονικό Έθνος» αποδεικνύεται από τους παρακάτω εθνολογικούς και ιστορικούς χάρτες :
– Ο εθνογραφικός χάρτης των εθνοτήτων στη Μακεδονία την περίοδο 1912-1926 ο οποίος εκτυπώθηκε το 1970 από το New Cambridge Modern History.
– Ο εθνογραφικός χάρτης του Kieport που εκτυπώθηκε στο Βερολίνο το 1818.
– Ο εθνογραφικός χάρτης που έφτιαξε ο Ιταλός Amendore Vergili το 1908 με βάση την Τουρκική απογραφή που είχε διεξαχθεί από τον Hilmi Pasha.
– Ο χάρτης του Standford.
– Ο ιστορικός χάρτης της Ελλάδας που εκδόθηκε στη Βαλτιμόρη από τον Ε.Ζ.Coal το 1824, στο υπόμνημα του οποίου ο εκδότης περιγράφει τη Μακεδονία σαν τμήμα της Ηπειρωτικής Ελλάδας ενώ σημειώνει ότι τα βόρεια σύνορά της βρίσκονται πέραν της πόλης του Μοναστηρίου.
– Ο χάρτης που εκδόθηκε από το φημισμένο Ιστορικό-Γεωγράφο ORTELIUS το 1579, που αναφέρεται στα ιεραποστολικά ταξίδια του Αποστόλου Παύλου, όπου η ελληνική επικράτεια εμφανίζεται ενιαία συμπεριλαμβάνουσα τη Μακεδονία.
– Ο εθνογραφικός χάρτης των Βαλκανίων που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1878 ο οποίος δείχνει τη μεγάλη υπεροχή του Ελληνικού πληθυσμού, έναντι όλων των άλλων εθνοτήτων χωρίς καμιά ένδειξη των αυτοαποκαλουμένων Μακεδόνων.
Κανείς από αυτούς τους χάρτες, ή οποιοσδήποτε άλλος που εκδόθηκε πριν από το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν κάνει καμιά αναφορά σε ξεχωριστό «Μακεδονικό Έθνος» για τον απλό λόγο ότι δεν υπήρξε τέτοιο έθνος πριν το εφεύρει ο Τίτο.
Δεν υπάρχει Μακεδονική γλώσσα
Οι προσπάθειες των Σκοπιανών να παρουσιάσουν αποδεικτικά στοιχεία ότι η αποκαλούμενη «Μακεδονική γλώσσα» είναι το ιδίωμα που ομιλείται στην περιοχή των Σκοπίων δεν μπορούν να πείσουν κανένα. Η γλώσσα τους, η οποία εμπεριέχει αυτοτελή Σλαβική γλώσσα, ήταν τελείως άγνωστη μέχρι το 1944. Και όσο πολύ και αν προσπαθήσει κάποιος δεν θα βρει τίποτε που να αποδεικνύει την ύπαρξή της. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι Σλαβόφωνοι κάτοικοι της νότιας Γιουγκοσλαβίας και της Νοτιοδυτικής Βουλγαρίας ήταν γνωστή σαν ένα γλωσσικό ιδίωμα της Βουλγαρικής.
Μετά τη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, για προφανείς πολιτικούς λόγους, ένας πολύ μεγάλος αριθμός φιλολόγων και υποτρόφων της φιλολογίας στρατολογήθηκε προκειμένου να δημιουργήσει μια ξεχωριστή γραπτή γλώσσα.
Αφού πήραν το ήδη ομιλούμενο Βουλγαρικό γλωσσικό ιδίωμα σαν σημείο εκκίνησης και αφού δανείστηκαν ευρύτατα από την Ελληνική, τη Σερβική, τη Ρωσική και άλλες Σλαβικές γλώσσες, δημιούργησαν μια φιλολογική γλώσσα την αποκαλούμενη «Μακεδονική γλώσσα» η οποία αναγνωρίστηκε από το Γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα σαν μια από τις τρεις επίσημες γλώσσες της χώρας. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο, ούτε μια επιγραφή σε αυτή τη γλώσσα πριν από το 1944 αποδεικνύει, χωρίς αμφιβολία, ότι δεν έχει καμιά σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες και τους απογόνους τους που μιλούσαν πάντοτε Ελληνικά.
Το γεγονός ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους άλλους Έλληνες φαίνεται και στο έργο του Ρωμαίου Ιστορικού Livy, ο οποίος γράφει ότι τη συνέλευση των Ελλήνων στην Αιτωλία το 200 π.χ. την παρακολούθησαν «αντιπρόσωποι από τους Αιτωλούς, τους Ακαρνάνες και τους Μακεδόνες, οι οποίοι μιλούσαν όλοι την ίδια γλώσσα».
Δεν υπάρχει επίσημο κείμενο ούτε στο πρόσφατο ούτε στο απώτερο παρελθόν στο οποίο να γίνεται μνεία για «Μακεδονία» ή για «Μακεδόνες». Ούτε η συνθήκη του Βερολίνου ούτε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου κάνουν κάποια αναφορά σ΄αυτό το ενδεχόμενο. Η επίσημη Τουρκική απογραφή του 1905 δίνει αριθμητικά στοιχεία για τους πληθυσμούς της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, η οποία ήταν διηρημένη στα Βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, δείχνει μεγάλη υπεροχή των Ελλήνων ενώ δεν κάνει καμιά αναφορά σε «Μακεδόνες» για τον απλό λόγο ότι κανένας από τους ερωτηθέντες δεν εδήλωσε τέτοια καταγωγή.
Ένα γεγονός που έχει γίνει αποδεκτό ακόμη και από Σλάβους Ιστορικούς είναι ότι η εγκατάσταση των Σλάβων στα Βαλκάνια έλαβε χώρα τον 6ο αιώνα μ.Χ. και ότι η πολιτιστική τους ιστορία αρχίζει κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα μ.Χ. Οι θεμελιωτές της πολιτιστικής ιστορίας των Σλάβων, ήταν δύο Έλληνες μοναχοί από τη Θεσσαλονίκη, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα, με σημείο εκκίνησης τη Μακεδονία, δίδαξαν τους Σλάβους τη βασισμένη στα Ελληνικά Κυριλλική γραφή και τη Χριστιανική πίστη της Ελληνο-Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι οι πρώτες ουσιώδεις πηγές της πολιτιστικής ζωής και της ιστορίας τους είναι Ελληνικές του Βυζαντίου.
Αυτό και μόνο το γεγονός αποστερεί από τους Σλάβους το δικαίωμα να διεκδικήσουν οιονδήποτε ιστορικό δεσμό με τα Βαλκάνια πριν από τον 6ον αιώνα μ.Χ. και οιονδήποτε πολιτιστικό πριν από τον 10ο αιώνα. Η θεωρία των Σκοπιανών ότι ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος ήταν Σλαβομακεδόνες, η οποία είναι τουλάχιστον αστεία, δέχθηκε ένα ισχυρό ράπισμα από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ, ο οποίος στις 31 Δεκεμβρίου 1980 διένειμε σε όλην την καθολική εκκλησία διακήρυξη, με την οποία ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος μνημονεύονται ως «οι Έλληνες αδελφοί» και καθιερώνονται ως προστάτες της Ευρώπης.
Γεγονότα τα οποία δεν δικαιολογούν άγνοια
Το πολύ γνωστό γεγονός ότι η Παλαιά Διαθήκη μεταφράσθηκε για πρώτη φορά στην Ελληνική.
Η Χριστιανική θρησκεία εκμεταλλεύτηκε το γεγονός που η Ελληνική γλώσσα, χάρη στον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του, είχε γίνει παγκόσμια και τη χρησιμοποίησε σαν το κυριότερο μέσο για τη διάδοσή της ώστε να γίνεται κατανοητή από τα διάφορα έθνη.
Τα τρία Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων γράφηκαν εξ αρχής στην Ελληνική, ενώ το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, το οποίο γράφηκε στην Αραμαϊκή, μεταφράστηκε πολύ νωρίς στην Ελληνική.
Το γεγονός ότι ο Απόστολος Παύλος άρχισε τις Αποστολικές του περιοδείες από τη Μακεδονία.
Η εξήγηση είναι ότι επειδή ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του είχαν διαδώσει στο εξωτερικό τον Ελληνικό πολιτισμό και την Ελληνική παιδεία, στο σπίτι του Παύλου μιλούσαν την Ελληνική και ο ίδιος είχε διδαχθεί Ελληνικές επιστήμες.
Ο Holzner στο βιβλίο του που αναφέρεται στον Παύλο γράφει : «Κάποτε από τη Μακεδονία ήλθε ο νεαρός ήρωας (Αλέξανδρος) με τα 22 του χρόνια και έφερε τα δώρα της Δύσης, την Ελληνική γλώσσα και Φιλοσοφία, στην Ανατολή. Τώρα η Δύση αξίωσε το πιο πολύτιμο δώρο από την Ανατολή, τη διδασκαλία του Ναζωραίου
».
Η ιστορία και η πολιτιστική κληρονομιά της Μακεδονίας ως «Ελληνιστική εποχή» επηρέασε την ιστορία της ανθρωπότητας.
Όπως αναφέρει σε ειδική μελέτη του 1955 το Ινστιτούτο Εξωτερικών Υποθέσεων και το Πανεπιστήμιο LUND της Σουηδίας, η ιστορία της Μακεδονίας δεν είναι ιστορία μόνον των Ελλήνων αλλά και όλων των Ευρωπαίων, δεδομένου ότι οι Μακεδόνες διέδωσαν τον Ελληνικό πολιτισμό στην Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο.
Η θέση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
Η Ευρωπαϊκή Ένωση το Δεκέμβριο του 1991 και τον Ιούνιο του 1992 στις προϋποθέσεις που καθόρισε για την αναγνώριση του νέου κράτους των Σκοπίων περιέλαβε τον όρο να μη χρησιμοποιηθεί η λέξη Μακεδονία στο όνομά τους.
Κατόπιν των ανωτέρω δεν δικαιολογείται , ούτε επιτρέπεται η υφαρπαγή από τους Σκοπιανούς, ούτε και σαν συνθετικό του Ελληνικού ονόματος «Μακεδονία», για τον κρατικό και εθνικό τους προσδιορισμό. Δεν επιτρέπεται επίσης και η σκόπιμη άγνοια ή παράβλεψη της ιστορικής πραγματικότητας, από τρίτες χώρες, μικρές ή μεγάλες, για εξυπηρέτηση των όποιων συμφερόντων τους. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε κάποια παραχώρηση εάν μας έφερναν έστω και ένα γραπτό ή μη μνημείο, χάρτη ή άλλο εύρημα, προ του 1944 που να μην είναι Ελληνικό.
Πηγή: elesme.gr
Ευπρόσδεκτη η “Δημοκρατία του Βαρδάρη”
Φυσικά δεν συμφωνώ με το πρώτο από τα προτεινόμενα ονόματα. Η «Βόρεια Μακεδονία» ανακαλεί στη μνήμη περιπτώσεις όπως το Βιετνάμ και η Κορέα. Τα Σκόπια θα προβάλλονται παγκοσμίως ως μοναδικοί χρήστες του κρατικού πλέον όρου Μακεδονία και θα δίδεται η εντύπωση ότι κάποια στιγμή δικαιούνται να ενωθούν με τη Νότια Μακεδονία, δηλαδή να διεκδικήσουν τη Βόρειο Ελλάδα. Δεν πρέπει να αποδεχθούμε με δική μας υπογραφή αυτό το όνομα. Αν το δεχθούμε ανοίγουμε την πόρτα στα Σκόπια για να ενταχθούν σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ και μετά από λίγους μήνες θα σπεύσουν να αποβάλλουν τον όρο Βόρεια και να κρατήσουν το Μακεδονία. Όπως έκαναν οι Ιορδανοί. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Βρετανοί κατασκεύασαν το κράτος της Υπερ-Ιορδανίας (Transjordan). Μετά από ένα χρόνο η Βουλή της νέας χώρας αποφάσισε να αποβάλει τον ιστορικά αδύναμο προσδιορισμό Υπέρ και κράτησαν τον ιστορικά, θρησκευτικά και γεωγραφικά σημαντικότατο όρο Ιορδανία, που προέρχεται από τον ποταμό Ιορδάνη. Ποιος θα τιμωρήσει τους σκοπιανούς αν προβούν σε μία αντίστοιχη αλλαγή αφού θα έχουν υφαρπάσει την υπογραφή μας; Μήπως θα στείλει στρατό ο ΟΗΕ να επιβάλει το συμφωνηθέν όνομα; Προφανώς όχι, όπως δεν έκανε τίποτε για να διώξει τον Αττίλα από την Κύπρο μας.
Μιλώντας για την Ιορδανία βλέπουμε ότι είναι μία ήδη γνωστή πρακτική νεότευκτες χώρες να παίρνουν το όνομά τους από τον μεγαλύτερο ποταμό της περιοχής. Άλλη αντίστοιχη περίπτωση είναι η Νιγηρία και η Δημοκρατία του Νίγηρος, από τον ομώνυμο ποταμό. Έτσι είναι λογική η πρόταση να ονομασθούν τα Σκόπια Δημοκρατία του Βαρδάρη. Βαρντάρ στη γλώσσα τους λέγεται ο ποταμός Αξιός που διασχίζει τη γείτονα χώρα και εκβάλλει δυτικά της Θεσσαλονίκης. Άλλωστε πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πριν ο κομμουνιστής Τίτο κατασκευάσει το τεχνητό «μακεδονικό» έθνος η τότε Γιουγκοσλαβία ονόμασε την περιοχή Σκοπίων «Βάρνταρσκα Μπανοβίνα», επαρχία του Αξιού. Τα σχετικά γραμματόσημα είναι πλέον γνωστά από δημοσιεύσεις στον Τύπο και στο Διαδίκτυο.
Για την Ελλάδα το ζήτημα του ονόματος είναι πρωτίστως θέμα εθνικής αξιοπρεπείας. Να μην δώσουμε την εντύπωση ότι λόγω οικονομικής κρίσης κάνουμε παραχωρήσεις προς γείτονες και μάλιστα αδύναμους. Τί μηνύματα θα πάρουν οι ισχυρότεροι γείτονες και οι διεκδικούντες εδάφη και ΑΟΖ; Επιπλέον είναι και ζήτημα υπερασπίσεως της πολιτιστικής μας ταυτότητας και κληρονομιάς. Αν τα Σκόπια καθιερωθούν διεθνώς με όνομα που θα περιέχει – έστω και με προσδιορισμό- τον όρο Μακεδονία, πολύ σύντομα και εμείς οι Βορειοελλαδίτες, αλλά και οι Απόδημοι Έλληνες Μακεδόνες, δεν θα μπορούμε να ονομαζόμαστε έτσι.
Υπό αυτό το σκεπτικό η ονομασία «Δημοκρατία του Βαρδάρη» είναι ευπρόσδεκτη από τον Ελληνισμό. Προστατεύει ταυτοχρόνως και την ιστορία και την καλή γειτονία.
Πηγή δική μου: Ενωμένη Ελλάδα
Αρχική πηγή: Εφημερίδα “Δημοκρατία”
Ανησυχεί κανείς για τη στρατιωτική συνεργασία Σκοπίων – Τουρκίας;
Το τελευταίο δείγμα της πρόθεσης των Τούρκων να ενισχύσουν την παρουσία τους στα Βαλκάνια αποτελεί η δωρεά οκτώ στρατιωτικών οχημάτων στο στρατό των Σκοπίων. Το όφελος και των δύο χωρών από αυτήν τη συνεργασία είναι σαφές.
Σκόπια και Τουρκία εντείνουν τους στρατιωτικούς δεσμούς τους μέσω επενδύσεων και συνεργασίας, δημιουργώντας μία σχέση η οποία επιτρέπει στην Τουρκία να διατηρήσει την επιρροή της στα Βαλκάνια, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς των Σκοπίων με ένα μέλος του ΝΑΤΟ.
Η πρόσφατη δωρεά -επτά ελαφριά οχήματα Land Rover και ένα ελαφρύ τεθωρακισμένο όχημα Cobra, συνολικής αξίας 700.000 δολ. (530.000 ευρώ) φέρνει τις επενδύσεις της Τουρκίας στο στρατό των Σκοπίων στα 18 εκατ. δολάρια (13,6 εκατ. ευρώ).
«Ο εξοπλισμός θα αναπτυχθεί σε μονάδες του Στρατού, ως σημαντική συμβολή στην ενίσχυση των μαχητικών δυνάμεων και της κινητικότητας», δήλωσε ο κ. Φατμίρ Μπεσίμι, υπουργός Άμυνας των Σκοπίων, στους Southeast European Times, προσθέτοντας και την βοήθεια της Τουρκίας στην εκπαίδευση δεκάδων μελών του στρατού των Σκοπίων από το 1998: «Η φιλία μας αποτελεί παράδειγμα τρόπου συνεργασίας στην περιοχή».
Ο δε κ. Γκουρόλ Σοκμενσουέρ, πρεσβευτής των Σκοπίων στην Τουρκία, δήλωσε πως η συνεργασία θα συνεχιστεί, με στόχο να εργαστεί προς την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ.
Οι Southeast European Times, σχολιάζοντας τα παραπάνω παρατηρεί ότι η Τουρκία στηρίζει τα Σκόπια, επειδή η χώρα αποτελεί γεωπολιτική αρτηρία στην περιοχή, διαχωρίζοντας την Ελλάδα και την Τουρκία. Περίπου 100.000 Τούρκοι ζουν στα Σκόπια, και ακόμα περισσότεροι υπήκοοι των Σκοπίων έχουν μετοικίσει στην Τουρκία.
Η προπαγάνδα των Τούρκων πιάνει τόπο φαίνεται, αφού ένα σοβαρό πρακτορείο ειδήσεων, όπως οι SETimes, κάνουν λόγο για 100.000 Τούρκους στα Σκόπια, ενώ δεν ξεπερνούν τους 5.000. Κατόρθωσε όμως η Άγκυρα, να υπολογίζονται οι μουσουλμάνοι ως Τούρκοι, εμπεριέχοντας φυσικά και τους γύφτους των Σκοπίων, που είναι πολυάριθμοι. (Όπως είναι γνωστό, ο Τίτο ό,τι περιθωριακό στοιχείο υπήρχε στην Γιουγκοσλαβία, το εγκαθιστούσε στη Νοτιοσλαβία, μέρος της οποίας καταλαμβάνει η σημερινή περιοχή των Σκοπίων).
Αυτό είναι το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουμε, και όχι φυσικά η στρατιωτική ενίσχυση ενός ανύπαρκτου -σκοπιανού- στρατού. Ο κίνδυνος δεν προέρχεται από τα Σκόπια, που αποτελούν απλώς το όχημα άλλων πανίσχυρων κέντρων που επιβουλεύονται την Θεσσαλονίκη, εδώ και πολύ-πολύ καιρό.
Η κα. Φροσίνα Ρεμένσκι, καθηγήτρια στη Σχολή Ασφάλειας στα Σκόπια, δήλωσε στους SETimes: «Δωρεές, κοινά έργα στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, κατάρτιση και εκπαίδευση του στρατού και του τεχνικού προσωπικού του στρατού μας στην Τουρκία συμβάλουν στην ενίσχυση της συνεργασίας και σε μεταρρυθμίσεις που πρέπει να διενεργούνται στον τομέα της άμυνας. Η Τουρκία, τη δεκαετία που ακολουθεί, θα αποτελέσει κύριο παράγοντα για την ασφάλεια στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας».
Σταθεροποιητικός παράγοντας επομένως θεωρείται η Τουρκία. Υπάρχουν φυσικά πολιτικοί που αντιλαμβάνονται πως, απεναντίας, η Τουρκία είναι ο φύσει αποσταθεροποιητικός παράγοντας σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπως φερ’ ειπείν ο υπουργός πολιτισμού των Σκοπίων, που αγανάκτησε με τα τουρκικά σίριαλ και αναφώνησε δημόσια: «Δεν μας φτάνει 500 χρόνια οθωμανοκρατίας;».
Για την ιστορία να πούμε ότι επ’ ευκαιρία της 113ης επετείου (1899) της αποφοίτησης του Μουσταφά Κεμάλ, οργανώθηκε τελετή στις 13 Μαρτίου 2012 στο στρατιωτικό μουσείο του Μοναστηρίου.
Καθώς επίσης και πως συνεχίζουν τις κουμπαριές. Κατά τη συνάντηση των προέδρων Τουρκίας και Σκοπίων, Αμπντουλάχ Γκιουλ και Γκιόργκι Ιβάνοβ στην Κωνσταντινούπολη, παρευρέθηκαν σε γάμο Τούρκου επιχειρηματία, όπου οι δύο πρόεδροι ήταν κουμπάροι.
Η εφημ. Νovosti, σημειώνει ότι, πέραν του πρόεδρου των Σκοπίων, στο γάμο παρέστησαν και Σκοπιανοί επιχειρηματίες, καθώς και ο κ. Ίβιτσα Κόνεβσκι, επικεφαλής του σκοπιανού δήμου Aerodrom, στον οποίο ο εν λόγω Τούρκος επιχειρηματίας θα χρηματοδοτήσει την κατασκευή μεγάλου συγκροτήματος πολυκατοικιών.
Πηγή δική μου: history-of-Macedonia
Αρχική πηγἠ: “Ο Μακεδών” – Voria.gr
Πως οι Σλαβούνοι μεταλλάχθηκαν σε «Μακεδονικό Έθνος»
Πως οι Σλαβούνοι μεταλλάχθηκαν σε «Μακεδονικό Έθνος»
ИСТОРИСКИТЕ КОРЕНИ НА МАКЕДОНСКАТА НАЦИЈА
Οι Ιστορικές ρίζες του Μακεδονικού Έθνους.
Η εισήγηση του Πάβλε Ρακόφσκι εκτυπωμένη στα κυριλλικά και ελληνικά.
Είναι καλό, πιστεύω, να μάθουμε πως διαμορφώθηκε ο λαός που αυτοαποκαλείται ‘μακεδονικός’ και ποιες είναι οι ιδέες, οι βάσεις, τα ερείσματα με τα οποία προσπαθεί να θεμελιώσει την παρουσία του αλλά και να επιβάλλει ιστορικές αυθαιρεσίες και πλαστογραφήσεις στην παγκόσμια κοινότητα.
Μια αναμφίβολη -και γνωστή άλλωστε- ιστορική μαρτυρία για την εμφάνιση των σλαβικών φυλών στα χρόνια του Βυζαντίου στο γεωγραφικό χώρο της ιστορικής Μακεδονίας και την μετάλλαξή τους σε «μακεδονικό έθνος» αποτελούν οι ‘Ιδεολογικές βάσεις’ του Πάβλε Ρακόφσκι (ПАВЛЕ РАКОВСКИ: НДЕОЛОШКИ ОСНОВИ НА Н.О.Ф.—ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν.Ο.Φ.), από το 2ο συνέδριο του Ν.Ο.Φ. (= Εθνική Επαναστατική Οργάνωση των σλάβων της Μακεδονίας).
Στο συνέδριο που έλαβε χώρα το 1949, εκθειάζεται η συμβολή του Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) για την ‘αυτοδιάθεση’ των Σλάβων της Μακεδονίας που αυτό-προσδιορίζονται ως ‘μακεδόνικος λαός’.
Λέει σε ένα σημείο της εισήγησής του ο αναφερόμενος ιδεολόγος – συγγραφέας για τη διαμόρφωση του ‘μακεδόνικου έθνους’, όπως γράφει,: «Το μακεδόνικο έθνος είναι και αυτό προϊόν ιστορικής εξέλιξης. Είναι κοινότητα ανθρώπων ιστορικά δημιουργημένη. Η διαμόρφωσή του αρχίζει μαζύ με τη γέννηση και ανάπτυξη του καπιταλισμού στα Βαλκάνια. ‘Το προτσές της εξαφάνισης του φεουδαρχισμού και της νικηφόρας ανόδου του καπιταλισμού είναι σύγχρονα προτσές για τη διαίρεση των ανθρώπων σε έθνη’.
Παραδέχεται παρακάτω πως ενώ είχαν… εμφανιστεί τα υπόλοιπα βαλκανικά έθνη (ελληνικό, σερβικό, βουλγαρικό) το αυτοαποκαλούμενο ’μακεδόνικο’… άργησε. Δικαιολογεί την αργοπορία αυτή με με τη μαρξιστική θεωρία: «Αυτό χρωστιέται (σ.σ. η αργοπορία) στη διαφορετική οικονομική και πολιτική κατάσταση, που διαμορφώθηκε εκεί, στη διαφορετική, ανισομερή ανάπτυξη του καπιταλισμού, πράγμα που είναι νόμος στην εξέλιξη του καπιταλισμού.»
Παρακάτω επισημαίνεται πως η διαμόρφωση του ‘μακεδόνικου έθνους’ πραγματοποιείται στα τέλη του 18ου αιώνα. Καθώς προσπαθεί όμως να δώσει ιστορικό βάθος, φθάνει μέχρι το Μεσαίωνα. Σημειώνεται επακριβώς: «Αν η αρχή της διαμόρφωσης του μακεδόνικου έθνους βρίσκεται στο τέλος του 18ου αιώνα, ωστόσο οι ιστορικές ρίζες της καταγωγής του απλώνονται μέσα στο μεσαίωνα. Από το μεσαίωνα αρχίζει η δημιουργία των ιστορικών προϋποθέσεων που πάνω τους στηρίχτηκε το προτσές της διαμόρφωσής του.»
Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως δεν έχει καμιά σχέση αυτός ο λαός με την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας ή της Ελλάδας γενικότερα. Εκτράφηκε και μεγάλωσε στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, με τη συμπαράσταση, δυστυχώς, μερίδας του ελληνικού λαού που ιδεολογικά ήταν τότε ‘καβάλα’ στο σοβιετικό άρμα. Μάλιστα, όπως σημειώνεται στην εισήγηση του αναφερόμενου συγγραφέα: «Στην πριν λίγο καιρό παρμένη απόφαση της 5ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ελλάδας του καθοδηγητή και οργανωτή του λαϊκού του αγώνα διαβάζουμε: ‘στην βόρειο Ελλάδα ο μακεδόνικος (σλαβομακεδόνικος) λαός τ’ έδωσε όλα για τον αγώνα και πολεμά με μια ολοκλήρωση ηρωϊσμού και αυτοθυσίας που προκαλούν το θαυμασμό. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης ο μακεδόνικος λαός θα βρεί την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως τη θέλει ο ίδιος προσφέροντας σήμερα το αίμα του για να την αποχτήσει’.»
Αυτά έκανε τότε η αριστερά στην Ελλάδα, ακολουθώντας τα σοβιετικά μοντέλα περί αυτοδιάθεσης των λαών, χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει ποτέ, πια κατεύθυνση έδινε σε έναν λαό που απαρνιότανε την δική του ιστορία και καπηλεύονταν πλαστογραφώντας μια ξένη. Άλλωστε αυτοδιάθεση δεν σημαίνει ό, τι μας κατέβει στην …γκλάβα το σηκώνουμε ως σημαία, αλλά αυτό που αποτελεί παράδοση και ιστορική συνέχεια μας, να είμαστε ελεύθεροι να το διαλαλλούμε, όχι όμως να πλαστογραφούμε…
Και ο τότε ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας, Τίτο, βλέποντας πως η ‘Βαρντάσκα Μακεντόνιγια’, μπορεί να γίνει ο δούρειος ίππος για την έξοδο της Γιουγκοσλαβίας προς το Αιγαίο υποδαύλιζε τους σκοπιανούς – αν και τους χαρακτήριζε ο ίδιος ως ‘συνονθύλευμα’, προς την κατεύθυνση του ‘μακεδονικού αλυτρωτισμού’.
Ας δούμε τώρα πως δικαιολογείται από τους ίδιους η παρουσία τους στη βαλκανική χερσόνησο και ιδιαίτερα στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.
«Είμαστε Απόγονοι των Δραγουβίτσων, Σαγουδάτων, Ρινχίνων, Στρούμτσων και Μπαρζιάτσων που δημιούργησαν τη Σλαβουνία»
Οι σλαβικοί πληθυσμοί μπορεί να συνειδητοποίησαν την ξεχωριστή ύπαρξή τους τον 19ο αιώνα, τοποθέτησαν όμως ιστορικό βάθος κι έφθασαν μέχρι τον μεσαίωνα.
Δείτε, παρακάτω, με τη μαεστρία βαπτίζουν τους ερχόμενους σλάβους στη Βαλκανική ως «μακεδόνες σλάβους»!!
Αλήθεια δεν αισθάνονται ντροπή που απαρνούνται έτσι εύκολα την πραγματική ιστορία των προγόνων τους;
Ο Πάβλε Ρακόφσκι, λοιπόν, στο 2ο συνέδριο του Ν.Ο.Φ., στην εισήγησή του θα τονίσει:
«Τον 6-7ο αιώνα έρχονται και εγκαθίστανται στη Μακεδονία οι «μακεδόνες σλάβοι», όπως τους λέει ο σοβιετικός καθηγητής της Ιστορίας Νικολάϊ Ντερζάβιν. Είναι χωρισμένοι σε φυλές. Οι δραγοβίτσοι, σαγουδάτοι και ρινχίνοι εγκαθίστανται έξω και κοντά στην πόλη της Θεσσαλονίκης και στην περιοχή της.
Οι στρούμτσοι στον κάτω και μεσαίο ρουν του Στρυμώνα. Οι μπαρζιάτσοι γύρω από το Κίτσεβο, την Πρέσπα, το Πρίλεπ και το Βέλες.
Αυτοί δημιουργούν το πρώτο σλάβικο κράτος, τη Σλαβουνία.
Πρώτοι αυτοί απ’ όλους τους σλάβους δέχονται το χριστιανισμό κι’ έρχονται έτσι σ’ επαφή με τον αναπτυγμένο πολιτισμό των βυζαντινών.»
Τη δεύτερη πεντηκονταετία του 20ου αιώνα, το συνονθύλευμα αυτό, προσπάθησε ο Τίτο να το συμμαζέψει, να το ενοποιήσει και να του δώσει ιστορική υπόσταση.
Η Ελλάδα των νεότερων χρόνων, ενώ έβλεπε την κατεύθυνση που έδινε ο Τίτο στις σλαβικές φυλές της Νοτιοσλαβίας (Βαρντάσκα), ήταν ανίκανη να αντιδράσει. Μπλεγμένη πάντοτε, πότε δεμένη στον αγγλικό και πότε στον αμερικανικό τροχό, παράδερνε μέσα σε δημοκρατίες και δικτατορίες. Οι υγιείς αντιδράσεις μεμονωμένων πολιτικών και ιστορικών ομάδων ή ατόμων αποτελούσαν μια παρατονία στην τότε πολιτική, που χρωματίζονταν εντέχνως με την ιδεολογία της ακροδεξιάς.
Φώτο: Ο Τίτο χαρακτηρίζει τις σλαβικές φυλές της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας ως Hodge-Podge, δηλαδή ‘συνονθύλευμα’.
Έτσι έχουμε, σήμερα, τους Σλάβους αυτούς της Μακεδονίας όχι μόνον να δημιουργούν ένα ανυπόστατο έθνος αλλά να θεωρούν τους εαυτούς τους απόγονους του… Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Εκείνο που πάει να με τρελάνει είναι πως αυτούς τους ανίερους των Σκοπίων τους υποστήριζε ή τους υποστηρίζει ακόμη – δεν ξέρω- …δημοκρατική μερίδα του πολιτικής μας σκηνής και ορισμένοι …διανοούμενοι. Προφανώς, αυτοί, έχουν ιστορικό έλλειμμα και ωθούν και αυτοί έναν λαό μακριά από τις γνήσιες ιστορικές του ρίζες.
Ως φαίνεται είναι και αυτή μια πλευρά του …προτσές
της κοινωνικής και πολιτικής πολυμορφίας μας.
Αλλά δεν υπάρχει ένας σώφρων άνθρωπος, ένας ιστορικός, ένας πολιτικός μέσα στο λαό αυτόν να βάλει τροχοπέδη σε αυτόν τον κατήφορο;
{Σημ.Γ.Ε.: Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Π. Β. (Αυστραλία) για την εμπιστοσύνη που μου δείχνει σχετικά με το ιστορικό αρχείο του}
Πηγή δική μου: history-of-Macedonia
Αρχική πηγή: Μικρές Εκδόσεις – Γεώργιος Εχέδωρος
Η γέννηση ενός λαού
(Από το βιβλίο του Γ. Μόδη “Ο Μακεδονικός αγών και η νεώτερη Μακεδονική Ιστορία”. Θεσσαλονίκη 1967.)Ο Γεώργιος Μόδης θεωρείται και είναι πρώτη πηγή για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο μακεδονικό χώρο από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο γνωστός μακεδονομάχος – συγγραφέας – πολιτικός Γεώργιος Μόδης γεννήθηκε το 1887 στο Μοναστήρι (σημερινό Μπίτολα της FYROM) και πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1976. Όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στον αγώνα του ελληνισμού για τη Μακεδονία.
Σχετικά με τη δημιουργία της ‘μακεδονικής εθνότητας’ στα Βαλκάνια αναφέρει στο προαναφερόμενο βιβλίο τα εξής κατατοπιστικά: «Η χωριστή ‘Μακεδονία’, εθνότητα που κατασκευάστηκε μόλις το 1944 στα Σκόπια, είναι ένα απ’ τα θαύματα του κόσμου. Από τότε καλλιεργήθηκε και η χωριστή ‘μακεδονική’ γλώσσα που έγινε για τους βεβήλους …αγνώριστη. Αναγνωρίστηκε ωστόσο και από μερικούς ξένους επίσημους σλαβολόγους σαν μια καινούργια σλαβική γλώσσα, που είναι πάντοτε πρωτοξάδελφη της βουλγαρικής.
… Διενεργήθηκαν (επί Οθωμανών) δύο βουλευτικές εκλογές το 1909 και το 1911. Και στις δύο βγήκαν στη σημερινή ελληνική Μακεδονία 5 Έλληνες βουλευτές και ένας έκτος στο Μοναστήρι, που αποτελεί σήμερα τμήμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Βαρδαρίου», ο Τραϊανός Νάλης και δύο βούλγαροι με έναν τρίτο στο Μοναστήρι, τον Πάντσε-Ντόρεφ. Κανένας «Μακεντόν» του τύπου των Σκοπίων δεν παρακάθησε στην οθωμανική Βουλή, ούτε καν υπήρξε υποψήφιος! Είχαν εκλεγεί, είναι αλήθεια, και τις δύο φορές βουλευτής ο περιβόητος Ντιμίτρι Βλάχωφ, πατριάρχης του «Μακεδονισμού» και της «Μακεδονίας του Βαρδαρίου», μα ως …Βούλγαρος και αντιπρόσωπος Βουλγάρων!»
Που ήταν κρυμμένος ο ‘μακεδονικός λαός’
Σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο Γεώργιος Μόδης θα σημειώσει με την χαρακτηριστική πένα του:
«Γεννώνται τα ερωτήματα. Πως γεννήθηκε ένας καινούργιος λαός στα μέσα του εικοστού αιώνα (1944-1945) μέσα στην Ευρώπη; Γιατί δεν είχε δώσει καθόλου σημεία ζωής έως τότε; Κατοικούσε σε άλλον πλανήτη; Δεν είχαν εκτυλιχθεί στη Μακεδονία, ιδίως από το 1900 συνταρακτικά γεγονότα, όπως ο κομιταζηδισμός, το Ήλιντεν, οι ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις, η επέμβαση ελληνικών και σερβικών σωμάτων, η αλληλοσπαραγμός, η νεοτουρκική μεταπολίτευση, βουλευτικές εκλογές, οι βαλκανικοί πόλεμοι και ο πρώτος ευρωπαϊκός πόλεμος, χωρίς ν’ αναφέρουμε τα παλαιότερα; Που «γης» ήταν κρυμμένος ο Μακεδονικός λαός;
Είναι ποτέ δυνατό να υπνωτιστεί ένας λαός, όταν στον τόπο του και στο σπίτι του συμβαίνουν τόσο συγκλονιστικά πράγματα που αναστάτωσαν και απασχολούν αδιάκοπα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και την ευρωπαϊκή διπλωματία;
Έγινε νεκρανάσταση; Έγιναν δύο φορές (1895 και 1905) επίσημες τουρκικές απογραφές. Διενεργήθηκαν επίσης δύο φορές (1909 και 1911) βουλευτικές εκλογές. Πουθενά, ποτέ ούτε σκιά «Μακεδόνα» παρουσιάστηκε.
Δεν χρειάστηκε μεγάλη μαντική ικανότητα για να καταλάβει κανείς ότι κάποιο λάκκο έκρυβε η παράξενη αυτή υπόθεση. Όλος ο καυγάς ήταν και είναι για το πάπλωμα μας, για την ελληνική Μακεδονία που την βάπτισαν στα Σκόπια «Αιγαιακή» (εγκέισκα).
Ο Ντιμίτρι Βλάχωφ, πρώην βούλγαρος βουλευτής δύο φορές στην τουρκική βουλή και εκπρόσωπος Βουλγάρων επίσης Βούλγαρος Γεν. Διοικητής, έπειτα πατριάρχης του μακεδονισμού, κραύγασε σε συλλαλητήριο στο Μοναστήρι στις 21 Σεπτεμβίου του 1946: «τι γυρεύουν οι γραικοί στη Μακεδονία; Δεν έχει κανένα δικαίωμα η Ελλάς στη Μακεδονία του ‘Αιγαίου’.
Τον Βλάχωφ συμπλήρωσε ο Φράνκ Φρολ, υπουργός της Δικαιοσύνης της κεντρικής κυβερνήσεως του Βελιγραδίου και εκπρόσωπος της κεντρικής επιτροπής του λαϊκού μετώπου της Γιουγκοσλαβίας. Δήλωσε ότι οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας θα αγωνιστούν για να ενωθεί όλη η Μακεδονική Γη και να συγχωνευτεί η Μακεδονία του Αιγαίου με την Μακεδονία του Βαρδαρίου, μέσα στα πλαίσια πάντοτε της Γιουγκοσλαβίας.
Επίσης άλλοι πολλοί ανώτεροι, ο ίδιος ο Τίτο, σε συλλαλητήριο στα Σκόπια (11 Οκτωβρίου 1945) διακήρυξε ότι δεν θα ησύχαζε, αν δεν ελευθέρωνε τους ‘υποδούλους’ στην Ελλάδα ‘αδελφούς του, Μακεδόνας».
Ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Μοσέ Πιάντε, Εβραίος, και όλα τα ανώτερα στελέχη του Κ.Κ.Γ. και του γιουγκοσλαβικού κράτους επαναλαμβάνουν ακούραστα σε υψηλότερο και εντονότερο τόνο την ίδια επωδό.
Ο Δημητρώφ, πρωθυπουργός και πρόεδρος της Βουλγαρίας, απ’ την άλλη μεριά τόνιζε μέσα στη Βουλγαρική Βουλή ότι η Δυτική Θράκη με την Καβάλα ήταν αναφαίρετη ιδιοκτησία της Βουλγαρίας.
Έριξαν κλήρο ‘επί των ιματίων μας’ των ματωμένων. Πρέπει προς τιμήν τους να αναγνωριστεί ότι δεν έκρυβαν καθόλου τα σχέδιά και τις ορέξεις τους. Μάλιστα τα διαλαλούσαν.»
Πηγή: Γεώργιος Εχέδωρος
Γιαννάκης και Μίλτος Μανάκης: οι πρωτοπόροι Έλληνες κινηματογραφιστές των Βαλκανίων
Οι αδελφοί Μανάκη (ή Μανάκια) υπήρξαν πρωτοπόροι φωτογράφοι και κινηματογραφιστές στο χώρο των Βαλκανίων. Έλληνες στην καταγωγή, κατάγονται από την Αβδέλα Γρεβενών, ένα κεφαλοχώρι-βλαχοχώρι της Πίνδου, για την εθνικότητα τους όμως ερίζουν ως σήμερα οι Σέρβοι, οι Σκοπιανοί, οι Τούρκοι και οι Ρουμάνοι. Έδρασαν στα Βαλκάνια όπως οι αδελφοί Λυμιέρ στο Παρίσι και ο Έντισον στην Αμερική την ίδια περίπου περίοδο: ασχολήθηκαν και προώθησαν τη νέα Τέχνη του Κινηματογράφου ανοίγοντας το δρόμο στους μεγάλους δημιουργούς των επόμενων δεκαετιών και αφήνοντας πίσω τους μοναδικά ιστορικά φωτογραφικά και κινηματογραφικά ντοκουμέντα των αρχών του 20ου αιώνα στα Βαλκάνια.
Η ζωή τους και το πρώιμο έργο τους
Οι αδελφοί Μανάκη, ο Γιαννάκης και ο Μίλτος, γεννήθηκαν στην Αβδέλα Γρεβενών στις 18.05.1878 και 09.09.1882 αντίστοιχα. Ο Γιαννάκης από μικρός ενδιαφερόταν για τη ζωγραφική και φοίτησε στο γυμνάσιο του Μοναστηρίου για να πάρει δίπλωμα δασκάλου αλλά και ζωγράφου με ιδιαίτερες ικανότητες στην «ιχνογραφία» και «καλλιγραφία». Ο Μίλτος, τέσσερα χρόνια πιο μικρός απ’ τον Γιαννάκη, σε αντίθεση με τον αδελφό του, είχε ενδιαφέρον κυρίως για τη φύση και τη φυσική ζωή και πολλά χρόνια πέρασε στην Αβδέλα. Κατόρθωσε να γίνει καλός φωτογράφος και στη συνέχεια κινηματογραφιστής με βοηθό τον αδελφό του Γιαννάκη. Αρχικώς δραστηριοποιήθηκαν στα Ιωάννινα ανοίγοντας φωτογραφείο, αλλά μετά από διώξεις που υπέστησαν από τις Οθωμανικές Αρχές μετέφεραν το ατελιέ τους στο Μοναστήρι.
Την πρώτη μεγάλη πόλη που επισκέφθηκαν ήταν η Κωνσταντινούπολη, το καλοκαίρι του 1905. Την ίδια χρονιά πήγαν στη Ρουμανία, στο Βουκουρέστι. Εκεί τους δόθηκε η ευκαιρία να παρευρεθούν στο γύρισμα μιας ταινίας και, με αυτό τον τρόπο, να μαγευτούν από τον κινηματογράφο. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Μίλτος θα διηγηθεί: «Στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας καταλάβαμε ότι στην Αγγλία και στη Γαλλία πουλάνε μηχανές για γύρισμα «ζωντανών φωτογραφιών». Αυτή η είδηση για εμάς, εκείνη την εποχή, ήταν απίστευτη και μας προκάλεσε σοκ, παρόλο που δε μας άφηνε περιθώρια για υποψίες, αφού μάλιστα είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια την προβολή μιας ταινίας μικρού μήκους. Οι άνθρωποι σε αυτές τις ταινίες θύμιζαν ένα είδος μαριονέτων, επειδή οι κινήσεις τους ήταν διακεκομμένες. Και θύμιζαν, θα έλεγα, εκείνες τις σκηνές, που τα χέρια και τα πόδια (των μαριονέτων) τα τραβούσαν με το σκοινί! Αυτό, όμως, δε στάθηκε εμπόδιο ώστε να μας απορροφήσει η ταινία, να μας γεμίσει αισθήματα και να μας καταμαγέψει. Ο Γιαννάκης δεν μπορούσε πλέον να αποβάλλει με τίποτε την επιθυμία που τον είχε καταλάβει… Δεν ήθελε να γυρίσει στην Μπίτολια χωρίς αυτή την κινηματογραφική μηχανή. Ακόμα και στον ύπνο του παραμιλούσε για αυτήν. Και μέχρι που να γυρίσω εγώ στο σπίτι εκείνος ξεκίνησε για το Λονδίνο, απ’όπου έφερε την κινηματογραφική μηχανή Bioscop.».
Η πρωτοπριακή κινηματογράφηση της καθημερινής ζωής και Ιστορικών γεγονότων στα Βαλκάνια
Οι Μανάκηδες γύρισαν το 1905, στο χωριό τους, την πρώτη κινηματογραφική ταινία στα Βαλκάνια τις περίφημες “υφάντρες”. Πρωταγωνίστρια της πρώτης και σύντομης σε διάρκεια ταινίας τους ήταν η γιαγιά τους κυρά-Λουκία Μανάκη, ετών 117, που έγνεθε μαλλί και ύφαινε στον αργαλειό. Το δεύτερο σε σειρά ντοκυμαντερ τους “το υπαίθριο σχολείο στην Πίνδο” ξεκινάει με ένα είδος λιτανείας όπου σε μια πλαγιά βαδίζουν κληρικοί και λαικοί μαζί με παιδιά που μεταφέρουν μια θρησκευτική εικόνα. Στα επόμενα πλάνα αποθανατίζεται το υπαίθριο Ελληνικό σχολείο της Αβδέλλας εν ώρα μαθήματος. Το υλικό αυτό αποτελεί μοναδικό τεκμήριο για την Ελληνορθόδοξη εκπαίδευση στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και συμπληρώνει το πλούσιο σχετικό φωτογραφικό υλικό. Δύο άλλα κλασικά ντοκιμαντέρ των αδερφών Μανάκη με πλούσιο υλικό από την οικονομική και κοινωνική ζωή στην Μακεδονία τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας είναι ο “βλάχικος γάμος” και η “εμποροπανήγυρις”.
Με την κάμερά τους τύπου «Bioscop 300», αγορασμένη από το Λονδίνο το 1905 από το Γιάννη Μανάκη, αποθανάτισαν πολλά από τα πλέον συγκλονιστικά γεγονότα (περίπου 40) του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου στα Βαλκάνια μεταξύ των οποίων το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 και τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Ξέρουμε ότι το 1908 φωτογράφησαν και κινηματογράφησαν στρατιωτικές ασκήσεις των Νεότουρκων, υπό την καθοδήγηση του Νιάζι Μπέη. Το 1909 κινηματογράφησαν την επίσκεψη προσωπικοτήτων από τη Ρουμανία που επισκέφθηκαν το Γκόπεσι, το Ρέσεν, την Αχρίδα και το Σμίρντες. Το 1911 όμως έκαναν το πιο ολοκληρωμένο ρεπορτάζ για την επίσκεψη του Σουλτάνου Μεχμέτ Ε΄ Ρεσιάντ, την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, το ταξίδι του και την παραμονή του στην Μπίτολια.
Ο σουλτάνος Μεχμέτ στην θεσσαλονίκη
Ήταν εύκολο να φωτογραφίζουν και να κινηματογραφούν ακόμη και στις περιοχές όπου υπήρχαν αντάρτες (Νεότουρκοι) επειδή είχαν πολύ καλές σχέσεις με την αυλή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κατά συνέπεια, ανάλογα χαρτιά και φιρμάνια. Λέγεται μάλιστα ότι αυτοί κινηματογράφησαν και την Απελευθέρωση της πόλης στις 26 Οκτωβρίου 1912 αν και υπάρχουν γι’ αυτό επιφυλάξεις. Το διάστημα 1916-1919 ο Γιαννάκης Μανάκιας ήταν εξόριστος στη Φιλιππούπολη, γιατί μέσα στο φωτογραφείο τους είχαν βρεθεί όπλα και πυρομαχικά και γι’ αυτό είχε κατηγορηθεί ως κατάσκοπος από τους Βούλγαρους. Στο βουλγαρικό Πλόβντιφ λειτούργησε εκείνο το χρονικό διάστημα φωτογραφείο των Μανάκια. Ο Γιαννάκης φωτογράφησε μάλιστα τότε εκεί και το βασιλιά Φερδινάρδο.
Ο κινηματογράφος “Μανάκια” και το τελευταίο στάδιο της ζωής των αδερφών Μανάκη
Μετά την λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, οι αδελφοί Μανάκη επαναδραστηριοποιήθηκαν στο Μοναστήρι αποφασίζοντας να δημιουργήσουν την δική τους κινηματογραφική αίθουσα. Στις 7 Ιουλίου 1921 πήραν την άδεια και νοίκιασαν μια γεννήτρια από το Βλάχο Χρήστο Κίργιο ή Κυρατζή, ο οποίος είχε τυπογραφείο, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τον κινηματογράφο τους. Υπέγραψαν τη συμφωνία στις 9 Αυγούστου 1921 και δανείστηκαν μια μηχανή προβολής από τον Κώστα Τσιόμο, Βλάχος και αυτός, που ήταν ένας από τους κυριότερους διανομείς ταινιών στη Μακεδονία. Ένα χρόνο αργότερα, το 1922, το φθινόπωρο, απέκτησαν τη δική τους αίθουσα που την έκτισαν σε ένα οικόπεδο που το αγόρασαν από το Θεσσαλονικιό Λουκά Βρέττα. Αγόρασαν δικά τους μηχανήματα, συνεταιρίστηκαν με άλλους συμπατριώτες τους, όμως επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, το 1927 αποχώρησαν από την επιχείρηση οι άλλοι και έμεινε μόνο σε αυτούς ο κινηματογράφος «Μανάκια». Με αυτό τον τρόπο θεμελίωσαν την επιχείρησή τους. Δυστυχώς η αίθουσά τους καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, το 1939.
Μετά την καταστροφή της κινηματογραφικής τους αίθουσας τα δύο αδέρφια χώρισαν. Ο Γιαννάκης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε στη Ρουμάνικη Εμπορική Σχολή και εργαζόταν ως φωτογράφος στην παραλία. Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε γλυκιά φυσιογνωμία, έξυπνος αλλά μοναχικός, με καλλιτεχνικές αγωνίες και θρήσκος. Ο Γιάννης Μανάκιας πέθανε σε ηλικία 76 ετών στη Θεσ/νίκη στις 19/5/1954, συντετριμμένος μετά και από το θάνατο του γιου του Δημήτριου σε ηλικία 22 ετών. Στο τέλος της ζωής του ήταν έρημος και πάμπτωχος.
Ο Μίλτος Μανάκιας έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μετά το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου στην Γιουγκοσλαβία, εργαζόμενος ως φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Ευτύχησε μάλιστα να δει το πρόσωπό του σε γραμματόσημο που εκδόθηκε προς τιμήν του. Για τους Γιουγκοσλάβους υπήρξε εθνικός κινηματογραφιστής και παρασημοφορήθηκε από τον ίδιο τον στρατάρχη Τίτο τον οποίο άλλωστε είχε φωτογραφήσει. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταξινομώντας τις χιλιάδες φωτογραφιών και τις δεκάδες ταινιών που δημιούργησαν τα δύο αδέλφια. Ο Μίλτος ως το τέλος της ζωής του λαχταρούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Πέθανε στα Μοναστήρι στις 5/3/1964 σε ηλικία 82 ετών, όπου και θάφτηκε με τιμές που του απέδωσε το γιουγκοσλαβικό καθεστώς του Τίτο.
Αποτίμηση του έργου τους
Κατά την διάρκεια των δημιουργικών τους χρόνων οι αδελφοί Μανάκια έφτιαξαν ένα αρχείο με περισσότερες από 12.000 φωτογραφίες και 67 ταινίες μικρής διάρκειας συνολικού μήκους 1.500 μέτρων. Το αρχείο αυτό πουλήθηκε σε δύο δόσεις – και μετά από πολλές περιπέτειες – στο «Αρχείο της Μακεδονίας», ένα ίδρυμα της Δημοκρατίας των Σκοπίων, και στη συνέχεια πέρασαν στην ιδιοκτησία του Ιστορικού Αρχείου της Μπιτόλια. Οι ανεκτίμητες αυτές καταγραφές μιας εποχής και κάποιων συνθηκών που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί είχαν μείνει εν πολλοίς άγνωστες στην Ελλάδα μέχρι σχετικά πρόσφατα.
Το άγαλμα του Μίλτου Μανάκη στο Μοναστήρι
Αναμφίβολα το έργο των αδερφών Μανάκη είναι πρωτότυπο, πληθωρικό και έχει μεγάλη εθνολογική, ιστορική και καλλιτεχνική αξία. Η λήψη της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας έγινε το 1906, από το Γάλλο οπερατέρ Λεόν, ο οποίος ανήκε στην εταιρεία Γκωμόν Αιγύπτου. Είχε έρθει στην Ελλάδα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και κινηματογράφησε το Στάδιο. Πρωτοπόροι όμως στο Βαλκανικό χώρο αναμφισβήτητα ήταν οι αδελφοί Μανάκια, αφού χωρίς να διακόψουν, παρά από ανωτέρα βία, κινηματογραφούσαν αυτά που λάμβαναν χώρα, κάνοντας ταινίες που σήμερα θα τις ονομάζαμε ντοκιμαντέρ. Πρώτα φωτογράφοι, κατόπιν κινηματογραφιστές δεν έπαψαν να υπηρετούν την τέχνη, κινηματογραφική ή φωτογραφική, με μεγάλη αφοσίωση, απόρροια του έρωτα τους για την τέχνη και πιο ειδικά για τη φωτογραφία και της θέλησής τους να ενημερώνονται και να χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες, με απώτερο σκοπό να εξυπηρετούν τα καλλιτεχνικά τους ενδιαφέροντα.
Ι. Β. Δ.
Πηγές
– Φώτος Λαμπρινός, Ισχύς μου η αγάπη του φακού (τα κινηματογραφικά επίκαιρα ως τεκμήρια Ιστορίας), εκδόσεις Καστανιώτη
– http://www.cinemainfo.gr/kritikos/greekcinema/manakiabrothers.html
– http://eu1.1host.gr/~aspromav/wordpress/
– http://www.youtube.com/watch?v=6Auh4ArnqFw
– http://www.youtube.com/watch?v=1jnoC3MQqVY&feature=related
– http://www.youtube.com/watch?v=NqTBhMS-fTc&feature=related
Πηγή: Ιστορικά Θέματα
Κ. Μισίρκωφ – Μακεδονικές υποθέσεις

Μπορεί κανείς να διαπιστώσει πλήθος αντιφάσεων στις Μακεδονικές υποθέσεις όσον αφορά διάφορα εξεταζόμενα από τον Μισίρκωφ ζητήματα. Για παράδειγμα, όσον αφορά στο ζήτημα της εθνικής αυτοσυνειδησίας των Σλαβομακεδόνων, ο Μισίρκωφ άλλοτε υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος –κατά τη στιγμή της συγγραφής του βιβλίου του, εννοείται– και άλλοτε ότι υπάρχει. Έτσι, ο Μισίρκωφ παραδέχεται ότι στο πρόσφατο παρελθόν «εμείς οι ίδιοι», αυτοαποκαλούνταν Βούλγαροι, όπως και οι πρόγονοί τους και οι παππούδες τους (Πρόλογος, σελ. 5. Κεφ. 2ο, «Χρειάζονται μακεδονικές επιστημονικές και λογοτεχνικές εταιρείες;», σελ. 83. Κεφ. 3ο, «Εθνικός Διαχωρισμός: Η βάση πάνω στην οποία αναπτυχθήκαμε μέχρι τώρα και θα εξακολουθήσουμε να αναπτυσσόμαστε», σελ. 93. Κεφ. 3ο, σελ. 99. Κεφ. 4ο, «Μπορεί η Μακεδονία να εξελιχθεί σε χωριστή εθνική και πολιτική οντότητα; Έχει ήδη εξελιχθεί; Εξελίσσεται τώρα;», σελ. 160). Όμως, αυτή η παραδοχή αφορά όχι μόνο κάποιο μακρινό μυθικό παρελθόν αλλά και το έτος κατά το οποίο γραφόταν οι Μακεδονικές υποθέσεις: Κατά την ίδρυση της ΕΜΕΟ (1893) «η πλειοψηφία του πληθυσμού αποκαλούνταν Βούλγαροι…» (κεφ. 3ο, σελ. 95). Επίσης, «Αν υπήρχε εθνική και θρησκευτική ενότητα ανάμεσα στους Σλάβους της Μακεδονίας κι αν οι ίδιοι οι άνθρωποι είχαν συνείδηση αυτής της ενότητας, το Μακεδονικό θα είχε ήδη λυθεί…Οι Μακεδόνες εξακολουθούν να διαχωρίζονται, μερικοί δηλώνοντας ορθόδοξοι και άλλοι στρεφόμενοι προς την Εξαρχία, μερικοί δηλώνοντας Βούλγαροι και άλλοι Σέρβοι ή Έλληνες» (κεφ. 1ο, σελ. 30). Αναφέρεται στη «σημερινή δυσπιστία» μεταξύ των σλαβόφωνων της Μακεδονίας οι οποίοι σπούδασαν στα διάφορα βαλκανικά κράτη (κεφ. 1ο, σελ. 37), αλλά και μεταξύ των διάφορων εθνικών και θρησκευτικών ομάδων της Μακεδονίας (κεφ. 1ο, σελ. 46). Και καταλήγει: «Τώρα μερικοί από εμάς εξακολουθούν να θεωρούν τους εαυτούς τους Βουλγάρους…Άλλοι Μακεδόνες στην Ελλάδα μελέτησαν τα ελληνικά συμφέροντα και ιστορία. Τώρα ένας άλλος Μακεδόνας από την Οχρίδα, ο Δήμιτσας, παίρνει το μέρος της Ελλάδας, ισχυρίζεται ότι η ιστορία της Μακεδονίας είναι σημαντική μόνο μέχρι την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους» (κεφ. 3ο, σσ. 124-125). Εδώ, βέβαια, υποπίπτει σε σφάλμα, αφού ο Μαργαρίτης Δήμιτσας ήταν βλαχόφωνος, και ο Μισίρκωφ θεωρούσε τους Βλάχους διαφορετική εθνότητα από τους Σλαβομακεδόνες. Από την άλλη υποστηρίζει ότι, τη στιγμή που γράφεται το βιβλίο του, υπάρχουν εθνικά Μακεδόνες, ότι υπάρχει μία μόνο σλαβική εθνότητα στην Μακεδονία, ότι οι μακεδόνες Σλάβοι έχουν αποχωριστεί είκοσι πέντε χρόνια πριν από το 1903 από το βουλγαρικό έθνος, και ότι οι βουλγαροθρεμμένοι μακεδόνες Σλάβοι νοιώθουν εθνικά Μακεδόνες (κεφ. 2ο, σελ. 65. Κεφ. 2ο, σελ. 68. Κεφ. 3ο, σελ. 120). Υποστηρίζει επίσης ότι η μακεδονική εθνότητα «μπορεί να μην υπήρξε ποτέ, αλλά σήμερα υπάρχει και θα υπάρχει και στο μέλλον» (κεφ. 4ο, σελ. 138). Οπωσδήποτε, είναι άλλο πράγμα ο ισχυρισμός ότι πρέπει να υπάρχει ξεχωριστή μακεδονική εθνότητα και άλλο πράγμα οι μεταξύ τους αντιφατικοί ισχυρισμοί ότι υπάρχει και ότι δεν υπάρχει τέτοια εθνότητα.
Μια άλλη αντίφαση είναι η άποψη, σε αντίθεση με εκείνη του πρώτου κεφαλαίου σχετικά με την βουλγαρικότητα της ΕΜΕΟ. Αν και στο πρώτο κεφάλαιο αποδέχεται την βουλγαρικότητα της ΕΜΕΟ, στο 3ο κεφάλαιο αναφέρεται χωρίς να επωμιστεί και το βάρος της απόδειξης του ισχυρισμού του σε μια υποτιθέμενη κρυπτομακεδονικότητα της ΕΜΕΟ η οποία εκμεταλλευόταν την αφέλεια των Βουλγάρων (Κεφ. 3ο, σσ. 95-97, 99-100, 102). Μάλιστα (σελ. 102) εμφανίζει την από το 1902 θέση της ΕΜΕΟ για πολιτική αυτονομία της Μακεδονίας κι όχι ένωσή της με τη Βουλγαρία ως ένα βήμα από την οριστική εθνική απόσχιση των μακεδόνων Σλάβων από το βουλγαρικό έθνος. Ωστόσο, ο Βουλγαρομακεδόνας Τατάρτσεφ, ιδρυτικό μέλος της ΕΜΕΟ, δήλωνε «Σκεφθήκαμε ότι η αυτόνομη Μακεδονία θα μπορούσε πιο εύκολα να ενσωματωθεί στη Βουλγαρία», συνεπώς η πολιτική αυτονομία δεν συνεπαγόταν στα μάτια των αυτονομιστών ένα νομοτελειακό βήμα προς την δημιουργία μακεδονικού έθνους.
Ως προς την ελληνική παρουσία στη Μακεδονία ο Μισίρκωφ στις Μακεδονικές υποθέσεις εμφανίζεται αντιφατικός. Άλλοτε υποστηρίζει ότι δεν υφίστανται Έλληνες και άλλοτε ότι υφίστανται. Έτσι, άλλοτε ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες στη Μακεδονία» (κεφ. 1ο, σελ. 31), ότι υπάρχουν «μέρη της Μακεδονίας όπου δεν υπάρχει κανένας Έλληνας» (κεφ. 1ο, σελ. 32), ότι υπάρχουν ελληνικές ενορίες (κεφ. 1ο, σελ. 41), ότι υπάρχουν άνθρωποι στη Μακεδονία που μιλούν ελληνικά (κεφ. 1ο, σελ. 56) κι ότι στη Μακεδονία συνυπάρχουν Έλληνες και Μακεδόνες (κεφ. 1ο, σσ. 55-56). Άλλοτε, πάλι, δηλώνει: «Στη Μακεδονία δεν υπάρχουν Σέρβοι, Έλληνες ή Βούλγαροι, αλλά μόνο Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής και ορισμένες άλλες μακεδονικές εθνότητες» (κεφ. 3ο, σελ. 123). Ακόμη κι αν η τελευταία θέση αφορούσε στους σλαβόφωνους «Γραικομάνους» και δεν αντέφασκε προς τα αμέσως παραπάνω, έρχεται όμως σε αντίθεση με την αναφορά σε Γραικομάνους (κεφ. 1ο, σελ. 34). Πάντως, ο συγγραφέας των Μακεδονικών υποθέσεων ενοχλείται (Κεφ. 3ο, σελ.125) με την ενασχόληση με την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας, όταν σε αυτήν δεν ζούσαν ακόμη Σλάβοι διότι, σε αντίθεση με τους σύγχρονους Σλαβομακεδόνες, δεν αποκρύβει την σλαβικότητά του ούτε υιοθετεί τις απόψεις για ανάμιξη Σλάβων και των υπολειμμάτων των αρχαίων Μακεδόνων –απόψεις αρκετά μεταγενέστερες. Στη σκέψη του συγγραφέα των Μακεδονικών υποθέσεων αυτή η μη σλαβικότητα των Αρχαιομακεδόνων μάλλον καθιστούσε τους Σλάβους κάτοικούς της επήλυδες ή, οπωσδήποτε, μη Μακεδόνες. Την ίδια ενόχληση δείχνει η δήλωση άγνοιας για τον εκχριστιανισμό των Μακεδόνων (Κεφ. 5ο, «Λίγα λόγια για τη μακεδονική λογοτεχνική γλώσσα», σελ. 178).
Ως προς την «μακεδονικότητα» ο Μισίρκωφ είναι ασαφής σε πολλά ζητήματα. Δεν είναι απολύτως σαφές ποιοι συμπεριλαμβάνονται στο μακεδονικό έθνος του και δικαιούνται να ονομάζονται Μακεδόνες. Υποστηρίζει ότι η ΕΜΕΟ έπρεπε να είναι πολυεθνική (κεφ. 1ο, σελ. 24) και ότι στη Μακεδονία ζουν διάφορες εθνότητες και λαοί (κεφ. 1ο, σελ. 21. Κεφ. 1ο, σελ. 44. Κεφ. 1ο, σελ. 59. Κεφ. 1ο, σελ. 63), τις οποίες μάλιστα ονομάζει «μακεδονικές εθνότητες» (Κεφ. 1ο, σελ. 34. Κεφ. 3ο, σελ. 123). Αν υπάρχουν πολλές μακεδονικές εθνότητες, και οι σλαβόφωνοι είναι απλώς η «πολυαριθμότερη μακεδονική εθνότητα» (κεφ. 1ο, σελ. 24), τότε πώς αιτιολογείται ότι οι «Μακεδόνες», η μακεδονική εθνότητα είναι μόνο οι μακεδόνες Σλάβοι (κεφ. 1ο, σελ. 37. Κεφ. 1ο, σελ. 53. Κεφ. 3ο, σελ. 103); Η αντίφαση αυτή γίνεται εντονότερη και μη επιλύσιμη γνωρίζοντας ότι σύμφωνα με το καταστατικό της οργάνωσης «Σλαβομακεδονικός Επιστημονικός Λογοτεχνικός Σύλλογος», που ιδρύθηκε από οκτώ άτομα στην Πετρούπολη τον Δεκέμβριο του 1903 και της οποίας ιδρυτικό μέλος ήταν ο Μισίρκωφ, ως «Μακεδόνες» εννοούνταν όχι μόνο οι μακεδόνες Σλάβοι αλλά και οι μακεδόνες Βλάχοι, οι μακεδόνες Έλληνες και οι μακεδόνες Αλβανοί (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 329). Είναι ασαφές αν δέχεται την ύπαρξη μακεδόνων Βουλγάρων: Από την μία την αποδέχεται («Η επαναστατική Επιτροπή [ΕΜΕΟ]…στο έργο της αντιπροσώπευε όμως μόνο μία μερίδα από τις εθνότητες της Μακεδονίας που συνδεόταν με το όνομα…και τα συμφέροντα της Βουλγαρίας», κεφ. 1ο, σελ. 22), από την άλλη δεν την αποδέχεται (βλ. παραπάνω, όπως για τους Έλληνες: κεφ. 3ο, σελ. 123). Επίσης, δημιουργούνται ερωτηματικά σχετικά με την παλαιότητα του κατά τις Μακεδονικές υποθέσεις «μακεδονικού έθνους». Από την μία υποστηρίζεται ότι το σλαβομακεδονικό έθνος είναι ένα νέο έθνος, που δεν είχε ώς τα 1903 υπάρξει ως εθνική οντότητα (κεφ. 1ο, σελ. 58), άποψη που υποστηρίζεται και στο θέμα της ανυπαρξίας εθνικά Μακεδόνων κατά το παρελθόν, και από την άλλη υποστηρίζεται ότι κατά τον Μεσαίωνα Βλάχοι και «Μακεδόνες» ζούσαν αρμονικά (κεφ. 1ο, σελ. 57). Επιπλέον, φαίνεται να έχει μια περίεργη αντίληψη για τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας. Σε αντίθεση με τους σημερινούς Σλαβομακεδόνες οι οποίοι θα ήθελαν την προσάρτηση όλης της διοικητικής ελληνικής Μακεδονίας, και σε αντίθεση με τον προαναφερθέντα Σλαβομακεδονικό σύλλογο, για τον οποίο τα νότια όρια της Μακεδονίας ήταν ελάχιστα νοτιότερα του ποταμού Αλιάκμονα (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 296), στις Μακεδονικές υποθέσεις η Μακεδονία περιορίζεται ώς το ύψος της Καστοριάς (Κόστουρ στο κείμενο) και της Φλώρινας (Λέριν): Αναφερόμενος ο Μισίρκωφ στο δράμα ενός ενδεχόμενου διαμελισμού της Μακεδονίας μεταξύ Βουλγαρίας και άλλων κρατών γράφει: «Ποιος τίμιος Μακεδόνας πατριώτης θα δεχτεί να θυσιάσει τις πόλεις Κόστουρ, Βιτόλια, Οχρίδα, Ρέσσεν, Πρίλεπ, Λέριν, Βέλες, Τέτοβο, Σκόπιε κ.ά. για την ένωση της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας μόνο στην αριστερή όχθη του ποταμού Βαρδάρη;» (κεφ. 4ο, σελ. 134). Θα περίμενε κανείς από τον Μισίρκωφ να αγωνιά όχι μόνο για την περιοχή μέχρι την Καστοριά και την Φλώρινα αλλά και για τις νοτιότερες: Γρεβενά, Σιάτιστα, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Βέροια, Νάουσα, Κατερίνη (για να περιοριστούμε στα ανατολικά του Αξιού). Να αποτελεί η παράλειψη αυτή μια έμμεση παραδοχή περί μιας «νότιας μακεδονικής» ζώνης, ελληνικής αποκλειστικότητας;
Η «εθνική αφήγηση» των Μακεδονικών υποθέσεων είναι επίσης αξιοπρόσεκτη. Κατά τον Μισίρκωφ, οι «Μακεδόνες» δια μέσου των χιλιετιών έπαιρναν περιστασιακά το όνομα καθενός συμμάχου τους (Αβάρων, Βουλγάρων, Σέρβων) ενάντια στους Έλληνες, διότι κατά τον Μισίρκωφ μπορεί να υπάρξει έθνος χωρίς όνομα (Κεφ. 4ο, σελ. 146). Όμως, όπως η περίφημη άποψη ότι πάμπολλοι αγωνιστές του 1821 ήταν «Αλβανοί» γεννά το ερώτημα για ποιο λόγο οι τελευταίοι πολέμησαν τους Τούρκους για τη δημιουργία όχι δικού τους, αλβανικού, αλλά ενός ξένου, δηλ. ελληνικού, κράτους, έτσι και με τους Σλαβομακεδόνες: Αφού υποτίθεται ότι δρούσαν ως σύνολο, ως εθνική οντότητα, κατά το Μεσαίωνα, γιατί προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε άλλους αντί να φτιάξουν δικό τους κράτος το οποίο να ονομάσουν μακεδονικό; Ίσως επειδή κατά το Μεσαίωνα οι σλαβοβουλγαρικές πηγές με τα «Μακεδονία/Μακεδόνας» εννοούσαν πάντοτε βυζαντινές περιοχές και βυζαντινού φρονήματος πληθυσμούς, ποτέ σλαβικούς πληθυσμούς, και οι βυζαντινές πηγές αντιδιαστέλλουν τους Μακεδόνες (= βυζαντινούς Έλληνες) από τους «Σκύθες» (= Σλάβους) που κατοικούν στη Μακεδονία (Αγγελική Δεληκάρη, «Η εικόνα της Μακεδονίας και η έννοια της “μακεδονικότητας” στους σλαβικούς λαούς της βαλκανικής κατά τη βυζαντινή περίοδο» στο Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Επιμέλεια Ιωάννης Στεφανίδης, Βλάσης Βλασίδης, Ευάγγελος Κωφός, εκδ. Πατάκη, σσ. 154, 160-1, 169). Μάλιστα οι «Μακεδόνες» υποστηρίζεται ότι δεν είχαν καιρό να ασχοληθούν με την εθνική ονοματοδοσία τους (Κεφ. 4ο, σσ. 158-9). Έτσι, δέχονταν το όνομα που τους έδιναν οι άλλοι λαοί: Σλάβοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, γκιαούρ, χριστιανοί, ξανά Βούλγαροι (Κεφ. 4ο, σσ. 151-157). Με αυτόν τον τρόπο γίνεται εφικτό να υποστηριχθεί ότι το όνομα «Βούλγαρος» δόθηκε από παρεξήγηση και από κακή μεταχείριση, και συνεπώς δεν είναι εθνικό όνομα (Κεφ. 3ο, σελ. 93. Κεφ. 4ο, σσ. 158-159).
Παρά την σχετική άποψη (βλ. Ιός, «Οι δέκα μύθοι του “Σκοπιανού”», εφ. Ελευθεροτυπία 23-10-2005, μύθος 1ος), ο Μισίρκωφ υποστηρίζει ότι η σερβική προπαγάνδα ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για την εμφάνιση σλαβομακεδονικής εθνικής συνείδησης. Συγκεκριμένα, οι Σέρβοι ανταγωνιζόμενοι με τους Βούλγαρους για τη Μακεδονία, υποστήριξαν μεθοδικά ότι οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι δεν ήταν Βούλγαροι, αλλά είτε Σέρβοι είτε κάτι ενδιάμεσο μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων, δηλ. «Μακεδόνες». Με αυτόν τον τρόπο έσπειραν στους μέχρι πρότινος Βουλγαρομακεδόνες την αμφιβολία για την εθνικότητά τους και τους οδήγησαν, υποστηρίζει ο Μισίρκωφ, στον μακεδονισμό (Κεφ. 3ο, σσ. 93, 102-103, 112-113, 118, 120). Συνεπώς, εξήντα χρόνια πριν το 1944 και τον Τίτο οι Σέρβοι προωθούσαν με αντιβουλγαρικό στόχο την ιδέα της διαφορετικότητας των μακεδόνων μη Ελλήνων σλαβόφωνων από τους Βούλγαρους.
Από τις Μακεδονικές υποθέσεις δεν λείπουν ανακρίβειες σχετικά με την προΰπαρξη τον 19ο αιώνα λογίων οι οποίοι έκαναν λόγο για μακεδονικό έθνος. Έτσι, αναφέρεται το περιοδικό Λόζα («Άμπελος») που εκδιδόταν στη Σόφια το 1892 από μακεδόνες Σλαβόφωνους σπουδαστές ως έντυπο όργανο ενός μακεδονικού εθνικά αποσχιστικού κινήματος (Κεφ. 3ο, σσ. 94-95). Στην πραγματικότητα, όσοι συνδέονται με το περιοδικό «επέδειξαν αργότερα σημαντική δράση στα πλαίσια διαφόρων βουλγαρικών μακεδονικών οργανώσεων και δεν αρνήθηκαν τη βουλγαρική εθνική τους ταυτότητα» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 164). Στα κείμενα του περιοδικού «δεν περιέχονται απόψεις που να συνηγορούν με τη θεωρία της ύπαρξης ιδιαίτερου «σλαβικού μακεδονικού έθνους», διαφορετικού από το βουλγαρικό και το σερβικό. […] Οι συνεργάτες του περιοδικού προσπαθούν να δείξουν με τα κείμενά τους την κυρίαρχη παρουσία του βουλγαρικού στοιχείου στη Μακεδονία, αλλά και τους κινδύνους που διατρέχει από την ελληνική και σερβική εθνική επιρροή» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 167-168). Σε κεντρικό άρθρο του μάλιστα, αναφέρεται ότι «Η σύνταξη του περιοδικού…Εκφράζει την πεποίθηση ότι η εθνότητα των Μακεδόνων δεν μπορεί να είναι παρά μόνο βουλγαρική» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 171). Επίσης, ο συγγραφέας των Μακεδονικών υποθέσεων υποστηρίζει ότι«Κατά καιρούς, στον 19ο αιώνα, έγιναν κάποιες προσπάθειες να γράψουμε στα μακεδονικά…Οι προσπάθειες των Μακεδόνων συγγραφέων τον 19ο αιώνα δεν κατάφεραν δυστυχώς αν έχουν συνέχεια» (Κεφ. 5ο, σελ. 179). Ο Μισίρκωφ έχει κατά νου πιθανότατα τους μακεδόνες Σλαβόφωνους λόγιους που εισήγαγαν τις μακεδονοβουλγαρικές διαλέκτους προσπαθώντας να τις καταστήσουν επίσημη βουλγαρική λόγια γλώσσα. Ίσως έχει υπόψη του τον Ράικο Ζινζίφοφ (1839-1877) από το Βέλες, ο οποίος «σε κείμενό του επισήμανε ότι οι «Σλαβοβούλγαροι» της Μακεδονίας, Θράκης και Βουλγαρίας αποτελούν το βουλγαρικό έθνος και μιλούν μία γλώσσα, τη βουλγαρική, η οποία διακρίνεται κατά περιοχές σε ιδιώματα…Διασαφήνισε ότι η ύπαρξη «θρακικού» ή «μακεδονικού» ιδιώματος δεν σημαίνει ότι υπάρχει χωριστό «μακεδονικό» ή «θρακικό» έθνος» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 94-95). Ή τον Παρθένιο Ζωγράφου (1818-1876) από το Γκαλιτσνίκ, ο οποίος «Υποστήριξε με πάθος ότι τα ιδιώματα της δυτικής Μακεδονίας δεν έπρεπε να αποκλεισθούν από τη γραπτή βουλγαρική γλώσσα, αλλά το καλύτερο θα ήταν να αποτελέσουν την κύρια βάση της γλώσσας, γιατί «η Μακεδονία ήταν η αρχαία Βουλγαρία» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 96). Ή τον Κουζμάν Σαπκάρεφ (1834-1908) από την Αχρίδα, ο οποίος «χαρακτήριζε τη γλώσσα των εγχειριδίων του ως «βουλγαρική» και την προσδιόριζε ως «δυτικομακεδονικό ιδίωμα ανάμεικτο με το γραπτό βουλγαρικό ιδίωμα» (δηλαδή το άνω βουλγαρικό)» (σελ. 100-101) και «υποστήριξε με πάθος τη βουλγαρικότητα του σλαβικού πληθυσμού της Μακεδονίας και αντέκρουσε τις σερβικές θέσεις για την εθνογραφία της Μακεδονίας» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 115). Ή άλλους σημαντικούς μακεδόνες Σλαβόφωνους λόγιους του 19ου αι, στον οποίων τα κείμενα «εκφράζεται ο βουλγαρικός πατριωτισμός, η υπερηφάνεια για τη σλαβική συγγένεια και το ένδοξο ιστορικό παρελθόν των Βουλγάρων, το ενδιαφέρον, η αγάπη και η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα τους τη Μακεδονία, η οποία παρουσιάζεται ως «βουλγαρική χώρα» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 92), και η γλώσσα ονομάζεται από αυτούς «απλή βουλγαρική γλώσσα» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 91).
Η θεωρία των Μακεδονικών υποθέσεων για την εθνογένεση είναι ρητά μηχανιστική: «ο σχηματισμός των εθνοτήτων είναι μια μηχανική πολιτική διαδικασία» (Κεφ. 4ο, σελ. 137). «Ο σχηματισμός των νοτιοσλαβικών λαών υπήρξε μια πολιτικομηχανική διαδικασία» (Κεφ. 4ο, σελ. 137). «Οι περιστάσεις δημιουργούν πολιτιστικούς και εθνικούς δεσμούς…μπορούν όμως επίσης και να τους διαλύουν» (Κεφ. 4ο, σελ. 135). Θέλουμε να υπάρχει ένα έθνος, και το δημιουργούμε· δεν θέλουμε να υπάρχει; το εξαφανίζουμε. Αυτό όχι μόνο επιβεβαιώνεται από μεταγενέστερη εθνική εφεύρεση του Μισίρκωφ στα 1909, του «σερβοβουλγαρικού έθνους», αλλά και από την προτροπή του Στάλιν προς τους Βουλγάρους το 1946: «…Το ότι δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη εκεί μακεδονική συνείδηση, αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Και στη Λευκορωσία δεν υπήρχε τέτοια συνείδηση όταν την ανακηρύξαμε σοβιετική δημοκρατία, σήμερα όμως αποδείχτηκε ότι πραγματικά υπάρχει λευκορωσικός λαός» (Σπύρου Κουζινόπουλου, Τα παρασκήνια του Μακεδονικού ζητήματος. Μαρτυρίες πρωταγωνιστών, άγνωστα έγγραφα και ντοκουμέντα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σελ. 221). Όσον αφορά στην «ουσία» του έθνους, στις Μακεδονικές υποθέσεις άλλοτε υποστηρίζεται ότι το έθνος είναι «ένας μεγάλος σύνδεσμος που βασίζεται στη συγγένεια εξ αίματος, στην κοινή καταγωγή και στα κοινά συμφέροντα» (Πρόλογος, σελ. 3) και άλλοτε ότι «Η θρησκεία και η γλώσσα είναι η ψυχή κάθε έθνους» (Κεφ. 5ο, σελ. 171). Μόνο με τον δεύτερο, στατικότερο ορισμό του έθνους θα μπορούσε ο Μισίρκωφ να ισχυριστεί ότι αποκλείεται οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι να είναι Έλληνες ή Βούλγαροι ή Σέρβοι. Πράγματι, μόνο έτσι οι Έλληνες μπορούν να συρρικνωθούν στους ελληνόφωνους (κεφ. 1ο, σελ. 26), να θεωρείται άδικη η επικράτηση της ελληνικής σε μακεδονικές περιοχές όπου δεν υπήρχαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί (Κεφ. 1ο, σελ. 32) και να απαιτείται η χρήση της «μακεδονικής» στα σχολεία και τις εκκλησίες όσων μακεδόνων μιλούσαν τα σλαβικά (Κεφ. 1ο, σελ. 41).
Πάντως, οι Μακεδονικές υποθέσεις αποδέχονται αυτό που οι σύγχρονοι Βούλγαροι (λ.χ. bulgarmak) και Σλαβομακεδόνες –στα πλαίσια της άρνησης της ελληνικής εθνικής συνέχειας– αρνούνται: Την ταύτιση Ελλήνων και Βυζαντινών. «Ανάμεσα στους Σλάβους το όνομα “Βούλγαρος” διαδόθηκε από τους Έλληνες, στην αρχή σήμαινε μόνο Βούλγαροι Μογγόλοι…Κατά τους Έλληνες και τη γλώσσα τους, αυτοί οι Βούλγαροι ήταν για τους Έλληνες οι πιο περιβόητοι βάρβαροι…Για τους Έλληνες καθετί σλαβικό ήταν βάρβαρο και βουλγαρικό» (Κεφ. 4ο, σελ. 149, βλ. και 147). Φυσικά, οι «Έλληνες» (грците στο κείμενο) αυτοί (ιστορικοί και βασιλείς) του Μεσαίωνα που έδωσαν εθνικό όνομα τους Σλάβους δεν ήταν άλλοι από τους Βυζαντινούς.
Στις Μακεδονικές υποθέσεις ο φιλοτουρκισμός είναι προφανής. Εχθροί των «Μακεδόνων» είναι οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι και οι Έλληνες – όχι οι Οθωμανοί. Έτσι, «Το δικό μας εθνικό συμφέρον επιβάλλει ο μακεδονικός λαός και η διανόηση να στηρίξουν την Τουρκία…Η ακεραιότητα της Τουρκίας είναι πολύ πιο σημαντική για μας από ό,τι για τη Ρωσία ή την Ευρώπη» (Κεφ. 1ο, σελ. 42) και «Τα αναμφισβήτητα συμφέροντα Τούρκων και Μακεδόνων απαιτούν το δίχως άλλο οι δύο λαοί να μη σπαταλούν τις δυνάμεις τους ερίζοντας μεταξύ τους προς όφελος του κοινού εχθρού τους, αλλά να απλώσουν χέρι βοηθείας ο ένας στον άλλον» (Κεφ. 1ο, σελ. 55). Το συμφέρον της Τουρκίας είναι να αναγνωριστεί μακεδονικό έθνος, αφού θα απαλλαχτεί από τις επεμβάσεις της Σερβίας, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας (Κεφ. 1ο, σελ. 42).
Αξιοσημείωτο τέλος, είναι ότι κατακρίνονται οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι που υποστηρίζουν τον βουλγαρισμό και ζουν στην Βουλγαρία: «Η πλειοψηφία των Μακεδόνων μεταναστών στη Βουλγαρία…Πάνω από 5.000 Μακεδόνες κατέχουν κυβερνητικές θέσεις μόνο στη Σόφια…αυτοί οι κύριοι σκέφτονται πάνω απ’ όλα το προσωπικό τους συμφέρον…προκειμένου να πετύχουν τα εγωιστικά τους σχέδια και να εδραιωθούν σε μια μόνιμη απασχόληση, είναι πρόθυμοι να εμφανιστούν πιο Βούλγαροι από τους ίδιους τους Βουλγάρους…Ψευδολογούν και κρύβονται…πασχίζουν να αποκτήσουν μια καλή θέση και να κερδίσουν δύναμη και φήμη» (Κεφ. 3ο, σσ. 105-106). Εδώ ο Μισίρκωφ ουσιαστικά κατέκρινε τον «μελλοντικό εαυτό» του, αφού μετά το 1918 υπέβαλε αίτηση στην Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση για να του αναγνωρισθούν ως χρόνια της προϋπηρεσίας του στη Ρωσσία.
Πράγματι, ο συγγραφέας των Μακεδονικών υποθέσεων άλλαξε πέντε φορές απόψεις για την εθνότητα των μακεδόνων μη Ελλήνων Σλαβόφωνων στη διάρκεια της ζωής του, γεγονός το οποίο αποφεύγουν επιμελέστατα και όπως ο διάολος το λιβάνι να αναφέρουν οι προαναφερθέντες αντιεθνικιστές της Ελλάδας – πράγμα που δείχνει και την αναξιοπιστία και την κακοβουλία τους άλλωστε. Άλλοτε δήλωνε Βούλγαρος και υποστήριζε ότι οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι ήταν Βούλγαροι και άλλοτε δήλωνε Μακεδόνας. Μεταξύ 1897 και καλοκαιριού του 1903 εμφανίζεται ως Βούλγαρος, συντάσσει φιλοβουλγαρικές μελέτες και είναι μέλος εθνικών βουλγαρικών οργανώσεων. Μεταξύ φθινοπώρου του 1903 και 1905 έχει «εθνικά μακεδονικές» θέσεις και συνείδηση. Μετά από δύο έτη απραξίας, από το 1907 ώς το 1913 υποστηρίζει φανατικά τον βουλγαρισμό και αποκηρύσσει/αναιρεί τις θέσεις των Μακεδονικών υποθέσεων. Από τις αρχές του 1914 ώς τον Σεπτέμβριο υιοθετεί ξανά τον μακεδονισμό, αλλά από τον 10ο/1914 ώς τον 12ο/1922 υποστηρίξει ξανά τον βουλγαρισμό. Μετά και ώς το τέλος της ζωής του, υποστηρίζει τον μακεδονισμό (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σσ. 280, 250, 285-6, 288, 289, 252, 349, 254, 387, 390, 392, 256, 400-7, 256, 409-10, 257, 259-262, 432-4, 434, 436-441, 445, 486-7, 490-2, 265, 507-8, 510, 515-6, 518-19, 522-4, 532, 534, 536), αλλά σε δυο άρθρα του («Σχολείο και σοσιαλισμός», εφ. Mir, 26-5-1925 και («Εκκλησία και σχολείο», Mir, 13-8-1925) αναφέρεται στη Μακεδονία ως βουλγαρική περιοχή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η θέση των αντιβουλγαρικών Μακεδονικών υποθέσεων για μη ένοπλη αντιοθωμανική εξέγερση συμπίπτει με την πάγια θέση της βουλγαρικής Εξαρχίας (που υποτίθεται ότι κατακρίνει). Ο Μισίρκοφ υποστήριζε την “αυτονομία” της Μακεδονίας την ίδια στιγμή κατά την οποία και η βουλγαρική ΕΜΕΟ υποστήριζε ως λύση ανάγκης την αυτονομία. Απλώς, ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει κράτος δίχως έθνος, και γι’ αυτό πίστευε ότι για να υποστηρίξει αποτελεσματικά το αίτημα της ανεξάρτητης Μακεδονίας έπρεπε να διακηρύξει και την ύπαρξη μακεδονικού έθνους – σε αντίθεση με άλλους μακεδόνες Βούλγαρους που υποστήριζαν τον πολιτικό (αλλά όχι εθνικό) σεπαρατισμό της Μακεδονίας. Όταν, για παράδειγμα, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βουλγαρία, που ακόμα δεν είχε αποφασίσει σε πιο στρατόπεδο θα ενταχθεί, έδειξε ότι θα διαπραγματευόταν την είσοδό της στον πόλεμο με αντάλλαγμα όχι την αυτονομία της Μακεδονίας αλλά την προσάρτηση των μακεδονικών εδαφών της Ελλάδας και της Σερβίας, ο Μισίρκωφ εγκατέλειψε την ιδέα της αυτονομίας και έγινε εθνικά Βούλγαρος.
Porto Aurea
ΣΗΜ:Οι επισημάνσεις είναι δικές μου και όχι του συγγραφέα.
Πηγή: Maccunion
Οι πληθυσμοί της Μακεδονίας και το Πανσλαβιστικό Κίνημα: δημιουργία πλαστού μακεδονικού έθνους
(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας)
Οι πληθυσμοί της Μακεδονίας στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα ήταν, ως προς τη γλώσσα, στην πλειοψηφία τους: Σλαβόφωνοι, Ελληνόφωνοι, Βλαχόφωνοι, Αλβανόφωνοι. Οι πληθυσμοί αυτοί στο μεγαλύτερο μέρος τους και μετά το 1870 διατήρησαν την ελληνική τους συνείδηση, όπως αποκαλύπτεται από τους μακροχρόνιους και σκληρούς αγώνες για την κτήση και κατοχή των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών.
Η παρουσία των Σλαβόφωνων πληθυσμών που αποτελούσαν και την πλειοψηφία σε σύγκριση με τους Ελληνόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας καθώς και τους Βλαχόφωνους και τους Αλβανόφωνους, προέκυψε από τις μακροχρόνιες επιμειξίες Ελλήνων και Σλάβων των ελληνικών –βυζαντινών χωρών που συνέβησαν από τα τέλη του 6ου αι. μ.Χ. και προ πάντων από τις αρχές του 7ου βυζαντινού αιώνα. Αυτοί οι Σλαβόφωνοι Ελληνικοί πληθυσμοί της μεσαίας και νότιας γεωγραφικής ζώνης δέχτηκαν στην πλειοψηφία τους μόνο τη γλωσσική επίδραση, η δε εθνική τους συνείδηση παρέμενε ελληνική. Είναι οι πασίγνωστοι «Γραικομάνοι» του Μακεδονικού Αγώνα.
Το 1856 παρατηρείται ευρύτατη διάδοση του Πανσλαβισμού στα Βαλκάνια.Ο Πανσλαβισμός εξαπλώνεται ευρέως στο πλαίσιο της εφαρμογής του κύριου πολιτικού στόχου της Ρωσίας: η ρωσική πολιτική επινόησε την πανσλαβιστική κίνηση ανάλογη με τον επιδιωκόμενο στόχο της: να πείθει τους Ουνίτες-Χριστιανούς Ορθόδοξους μεταστάντες στον Καθολικισμό-της Μακεδονίας να αναγνωρίζουν τη Βουλγαρική Εξαρχία, με δόλωμα τη λήψη υλικών, χρηματικών απολαβών. Η πανσλαβιστική Ρωσία ταλαντευόταν πότε βοηθώντας τους Βουλγάρους και άλλοτε τους Σέρβους και πολλές φορές βοηθούσε και τους μεν και τους δε, διότι και οι δύο ήταν Σλαβικοί λαοί και μέσω αυτών μπορούσε να αποκτήσει προγεφυρώματα στο Αιγαίο για την κάθοδό της προς τη Μεσόγειο θάλασσα. Η ρωσική «συμπαράσταση» , κατά το μεγαλύτερο μέρος της, ενδυνάμωνε τη βουλγαρική προπαγάνδα, επειδή η Σερβία από το έτος 1882 συνδεόταν με την Αυστρία με συνθήκη συμμαχίας και αυτό δεν άρεσε στους Ρώσους Πανσλαβιστές, διότι θεωρούσαν αντίπαλό τους την Αυστρία.
Η πανσλαβιστική Ρωσία ενδιαφερόταν κυρίως για τον εθνολογικό εκσλαβισμό των Σλαβοφώνων κατοίκων των Ευρωπαϊκών επαρχιών της Τουρκίας μέχρι το 1896. Απόδειξη των υλικών μέσων τα οποία η Ρωσική προπαγάνδα διέθετε για την ενίσχυση των σερβικών προσπαθειών στη Μακεδονία είναι η πληροφορία την οποία μας παρέχει ο Έλληνας πρεσβευτής στο Βελιγράδι, ο οποίος σε γραπτή του αναφορά το έτος 1887 αναφέρει πίστωση 4.000.000 φράγκων για την εξυπηρέτηση των εθνικών αναγκών της Σερβίας στη Μακεδονία από πλευράς των Ρώσων πρακτόρων: Αναφορά του Έλληνα πρεσβευτή στο Βελιγράδι για το 1887: «Προς εξαγοράν υπέρ των σερβικών υποθέσεων κυρίως Οθωμανών υπαλλήλων, οίτινες υπό των Βουλγάρων επίσης δωροδοκούμενοι, κατεδίωκον τους Σέρβους διδασκάλους…» (Βλ. Νικολάου Βλάχου, καθηγητού Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, «Το Μακεδονικό Ζήτημα ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος : 1878-1908», σελ. 177-178).
Όμως, η άκαμπτη επιθυμία των Σέρβων για κατάληψη της Μακεδονίας τους παρασύρει σε αθέτηση των συμφωνηθέντων. Εντείνονται οι Ρωσικές πιέσεις υπέρ των Γιουγκοσλάβων. Οι Σερβικές «προσηλυτιστικές» βλέψεις εντείνονται και επεκτείνονται σε αδιαμφισβήτητα ελληνικά εδάφη στο χώρο της Μακεδονίας (1887-1894). Σέρβοι και Έλληνες αλληλοϋποβλέπονται και ενίοτε συγκρούονται στα διάφορα μακεδονικά διαμερίσματα. Οι Σλαβικές χώρες Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία: αιχμή του δόρατος για την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο θάλασσα. Ωστόσο, η κατάσταση στη Μακεδονία και τη Θράκη αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για την επικράτηση του Πανσλαβισμού στη Βαλκανική.
Ο Τίτο αργότερα δημιουργεί το πλαστό «Μακεδονικό έθνος»: η Σερβία, δηλαδή η Γιουγκοσλαβία πριν από τη σημερινή διάλυσή της, «μεγαλύνθηκε» κυριολεκτικά με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) τόσο στο Κοσσυφοπέδιο όσο και στη Βόρεια Μακεδονία και δημιουργήθηκε το «Βασίλειο των Σλοβένων, των Κροατών και των Σέρβων», το οποίο κατέρρευσε κάτω από τα ακαριαία γερμανικά πλήγματα του 1941. Όταν, πολύ αργότερα , τα συμφέροντα της «Σοβιετικής Ενώσεως» ήλθαν σε σύγκρουση με εκείνα του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία το 1948, το ανταρτικό κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα καταδικάστηκε σε θάνατο από τη Μόσχα και στη συνέχεια «εκτελέστηκε». Το καταπληκτικό και ενδιαφέρον εδώ είναι ότι έπειτα από πέντε αιώνες σταθερής ρωσικής πολιτικής που είχε μόνιμο στόχο τη Μακεδονία και μέσω της Μακεδονίας την έξοδο προς το Αιγαίο, η ρωσική στρατηγική είχε μεταβληθεί. Ο Τίτο, όμως, διαπίστωσε τη χαλαρότητα και τις μεγάλες διαφορές που χώριζαν τις διάφορες εθνότητες της χώρας του και ενώ ο ίδιος ήταν Κροάτης επεδίωξε να ενώσει την πανσπερμία των λαών με την πολιτική διεθνή ακτινοβολία του. Γι’ αυτό στο κενό που υπήρχε μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων της χώρας που δημιούργησε, συγκρότησε την Ομοσπονδία των Νοτίων Σλάβων (Αυτό σημαίνει Γιουγκοσλαβία). Αλλά την ενίσχυσε με ισχυρότερους οργανικούς δεσμούς όπως ήταν: α. Η Κομμουνιστική Ιδεολογία β. Το κοινό σύστημα της Οικονομίας και γ. η συνεκτική κεντρική δύναμη, το Κομμουνιστικό κόμμα.
Μέσα στα σχέδια του Τίτο ήταν να ενσωματωθεί με τον καιρό και η Αλβανία στη Γιουγκοσλαβία, σα χωριστή ομόσπονδη λαϊκή δημοκρατία. Κατά τον ίδιο τρόπο επεδίωκε και την ένωση της Βουλγαρίας. Το σημαντικότερο από όλα τα σχέδιά του ήταν να ενσωματώσει στο δικό του Κράτος, τη Γιουγκοσλαβία και ολόκληρη τη Μακεδονία μέχρι τον ποταμό Αλιάκμονα και τον Όλυμπο. Υπήρχαν οπωσδήποτε προβλήματα, διότι ενώ σε όλες τις άλλες περιοχές υπήρξε αντίστοιχος λαός με αντίστοιχη εθνική συνείδηση, στη Μακεδονία που ήταν διαιρεμένη σε τρεις χώρες: Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία με ελληνική εθνική συνείδηση, βουλγαρική και σερβική δεν υφίστατο ένας λαός με αντίστοιχη, ενιαία εθνική συνείδηση. Και για να λύσει το πρόβλημα βάπτισε από μόνος του όλους τους κατοίκους με το όνομα: «Μακεδόνες». Το 1941 ο Γιόσιπ Μπρος Τίτο ήταν από τους πρώτους που αποδέχτηκε την απόφαση της Σοβιετικής Ένωσης του 1934 να αναγνωρίσει την ύπαρξη ξεχωριστού «Μακεδονικού Έθνους» και προχώρησε μάλιστα στη σύσταση ξεχωριστού κομμουνιστικού κόμματος «Μακεδονίας».
Ο ανατέλλων αστέρας του ΚΚΕ Νικόλαος Ζαχαριάδης με τη στενή συνεργασία του τόσο με τη Γ΄Διεθνή της Μόσχας, όσο και με τα άλλα Κ.Κ της Βαλκανικής και έχοντας τυφλή αφοσίωση στο στρατάρχη Τίτο και τα σχέδιά του συνέβαλε και αυτός, όπως και ο Τίτο, στη «μακεδονοποίηση» του λαού της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Με αυτά τα δεδομένα και τις πολεμικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στα Βαλκάνια και εκμεταλλευόμενος ο Τίτο τη διεθνή ακτινοβολία του, σκέφθηκε να ενσωματώσει στο δικό του κράτος, τη Γιουγκοσλαβία, ολόκληρη τη Μακεδονία μέχρι τον ποταμό Αλιάκμονα και τον Όλυμπο. Επειδή ,όμως, «μακεδονικό έθνος» δεν υπήρξε ποτέ, το κατασκεύασε ο ίδιος, γι΄ αυτό και στη διάσκεψη του Γιάιτσε ανακήρυξε τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το γεγονός αυτό του «πραξικοπήματος» του Τίτο αποκαλύπτει ότι στα σχέδια του ήταν η σταδιακή κατάκτηση ελληνικών εδαφών στην περιοχή της λεγόμενης «Μακεδονίας του Αιγαίου» για την επέκταση της Γιουγκοσλαβίας προς το Αιγαίο πέλαγος.
Οι πολιτικοί , στρατιωτικοί, διπλωματικοί, πνευματικοί κύκλοι της Ελλάδος μπροστά στην πλαστογράφηση της Ιστορίας και της αλήθειας από τον Τίτο αδράνησαν και αδιαφόρησαν σχεδόν εγκληματικά για 4 ολόκληρες δεκαετίες… Επιπλέον, η συνηγορία στα σχέδια του Τίτο και των Σκοπιανών του Παναγ. Κανελλόπουλου στις 29 Οκτωβρίου 1942 έρχεται με παράδοξο τρόπο να ισχυροποιήσει τις πολιτικές και εθνικές θέσεις τους:
«…Έτσι, ώστε η Ελλάς να΄ναι ο συνεκτικός κρίκος της Ομοσπονδίας της Ανατολικής Μεσογείου και της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, και η Γιουγκοσλαβία (εννοείται να΄ναι) ο ενωτικός κρίκος της Βαλκανικής και της Παραδουνάβιας Ομοσπονδίας…»
Ο Τίτο, με τη σειρά του, αναλάμβανε την υποχρέωση να υποστηρίξει την ενσωμάτωση της Ελληνικής Θράκης στη Βουλγαρία. Το ΚΚΕ επικροτεί και επιδοκιμάζει αυτή την «προσάρτηση» της Ελληνικής Μακεδονίας στο κράτος των Σκοπίων, την εγκαθίδρυση στη Βαλκανική μιας ενώσεως Σοβιετικών Δημοκρατιών, που θα περιλαμβάνει την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Μακεδονία και τη Σερβία. Επίσης, διακηρύσσει το δικαίωμα του «Μακεδονικού λαού» να ενωθεί, υπό τη σοφή καθοδήγηση του «στυλοβάτη» Τίτο, με τη Μακεδονία του Βαρδαρίου (Σκόπια). Ακόμη διακηρύσσεται ότι ολόκληρη η Μακεδονία θα αποτελέσει ανεξάρτητη, αυτόνομη Σοβιετική Δημοκρατία. Αποκαλυπτική και επαίσχυντη είναι η συμφωνία που υπογράφτηκε στις Καρυδιές Εδέσσης στις 25 Ιανουαρίου 1944: «Το ΕΑΜ και το ΣΝΟΦ αποφασίζουν από κοινού για να δημιουργήσουν αυτόνομο Μακεδονικό κράτος με σοβιετική οργάνωση, που θα ζητήσει να τεθεί υπό την προστασία της ΕΣΣΔ…»
Επακολουθεί η αποστολή από τον Τίτο, του Σβεταζάρ Βουκμάνοβιτς, για να ενώσει όλα τα ανταρτικά κινήματα της Βαλκανικής, κάτω από την ηγεσία του Τίτο. Όλα τα παραπάνω σχεδίαζε και προγραμμάτιζε ο στρατάρχης Τίτο σε στενή συνεργασία με τα κομμουνιστικά κινήματα της Βαλκανικής, αλλά ο Στάλιν στη Μόσχα, μεταξύ 9ης και 18ης Οκτωβρίου 1944 συμφώνησε άλλα με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. Προς αυτή τη συμφωνία, θέλοντας και μη, ο Τίτο και τα ΚΚ της Βαλκανικής αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που τα ρωσικά στρατεύματα, υπό τον Ρώσο στρατάρχη Τολμπούχιν το 1944 σταμάτησαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και δεν προχώρησαν να καταλάβουν τη Μακεδονία φθάνοντας ως τις ακτές του Αιγαίου. Επειδή, όμως, στους κόλπους του ΚΚΕ αρκετά στελέχη με ελληνική εθνική συνείδηση αντιτάχθηκαν στα σχέδια του Τίτο και των ομοφρώνων του ΚΚ της Βαλκανικής για απόσχιση της Μακεδονίας από την Ελλάδα, ο Τίτο αυτή την αντίδραση τη χαρακτήρισε «σεχταριστική»! Πρωτεύουσα θέση στις αντιδράσεις αυτές κατά της αποσχίσεως της Μακεδονίας από την Ελλάδα, κατέχει ο Ευριπίδης Μπακιρτζής που διεκήρυξε στη Θεσσαλονίκη: «…Η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη ήταν και θα παραμείνουν Ελληνικές Επαρχίες…»
Ο Στρατάρχης Τίτο στηριζόμενος στις 800.000 παρτιζάνους του, με μελετημένο σχέδιο, προχωρεί στη γιουγκοσλαβοποίηση ολόκληρης της Μακεδονίας. Πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες της Ελλάδος καθώς και διπλωματικοί και προξενικοί παράγοντες της χώρας αδρανούν εγκληματικά και οι Γιουγκοσλάβοι προετοιμάζουν μεθοδικά το σημερινό πρόβλημα με τα Σκόπια. Έλληνες πολιτικοί εκπρόσωποι εξυπηρετούν τα σχέδια του Τίτο, η δε Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία «μοιράζονται» μεταξύ τους, αρπακτικά, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Η διανομή των «ζωνών επιρροής» δεν γίνεται αποδεκτή από τον ΕΛΑΣ και επιδιώκεται βίαια η απόσχιση της Μακεδονίας από την Ελλάδα, μάταια βεβαίως. Ο Ιωσήφ Στάλιν καταδικάζει και εξανεμίζει τα ονειροπόλα σχέδια του στρατάρχη Τίτο για την ίδρυση της «Γιουγκοσλαβικής αυτοκρατορίας» στα Βαλκάνια. Επομένως, ο Τίτο «εγκαινίασε» και θεμελίωσε τη σημερινή διαμάχη της Ελλάδας με τα Σκόπια, η δε ενωμένη Γιουγκοσλαβία την κυοφόρησε και την επεξέτεινε.
Οι περιστάσεις του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ζητούσαν ή καλύτερα απαιτούσαν από το Στάλιν πρώτα να επεκτείνει και να στερεώσει τη «Ρωσική κομμουνιστική αυτοκρατορία» στο Βόρειο τμήμα της Βαλκανικής και στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, όπου η δύναμη των σοβιετικών όπλων και οι συμφωνίες με τη Δύση και τον Τσώρτσιλ είχαν εγχωρήσει στο Στάλιν την εξουσία. Για τους παραπάνω λόγους, η προτεραιότητα του Στάλιν στράφηκε στα άμεσα ενδιαφέροντα της απέραντης Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Η διανομή των «Ζωνών Επιρροής» μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων είχε γίνει στη Μόσχα, μεταξύ 9 και 18 Οκτωβρίου του 1944, όπου συναντήθηκαν ο Στάλιν με τον Τσώρτσιλ. Το 1943 είχαν, επίσης, συναντηθεί στην Τεχεράνη οι τρεις «Μεγάλοι»:
Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ και Στάλιν. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είναι αποκαλυπτικός και ωμότατος στα «Απομνημονεύματά» του σχετικά με τη διανομή των Βαλκανίων τον Οκτώβριο μήνα του 1944, στο Κρεμλίνο των Τσάρων της Ρωσίας: «Η στιγμή ήταν ευνοϊκή δια να ενεργήσω και γι΄αυτό εδήλωσα: ας ρυθμίσωμεν τας υποθέσεις μας των Βαλκανίων. Τα στρατεύματά σας ευρίσκονται εις Ρουμανίαν και Βουλγαρίαν. Έχομεν συμφέροντα, αποστολάς και πράκτορας εις τας χώρας αυτάς. Ας αποφύγωμεν να έλθωμεν εις σύγκρουσιν δια θέματα τα οποία δεν αξίζουν τον κόπον…Όσον αφορά την Μεγάλην Βρεττανίαν και την Ρωσίαν, τι θα ελέγατε δια μίαν υπεροχήν υμών κατά 90% εις την Ρουμανίαν, μίαν ημετέραν κυριαρχίαν κατά 90% εις την Ελλάδα, και μίαν ισότητα 50-50% εις την Γιουγκοσλαβίαν».
Ενώ μετέφραζον τα λόγια μου (συνεχίζει ο Τσώρτσιλ), έγραψα σε μισό φύλλο χαρτιού: Ρουμανία: Ρωσία 90% οι λοιποί 10%.
ΕΛΛΑΣ: Μ. Βρεττανία (εν συμφωνία μετά των Ηνωμ. Πολιτειών) 90%, Ρωσία: 10%.
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ: 50-50%.
ΟΥΓΓΑΡΙΑ: 50%
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ: Ρωσία 75%, οι λοιποί: 25%.
Έσπρωξα το χαρτί εμπρός στον Στάλιν, στον οποίο είχε ήδη γίνει η μετάφρασις των προηγουμένων. Ακολούθησε μια μικρή παύσις. Κατόπιν επήρε στα χέρια το μπλε του μολύβι, εχάραξε ένα μεγάλο σημείο επάνω στο χαρτί για να δείξει ότι το εγκρίνει και μου επέστρεψε το χαρτί. Τα πάντα ετακτοποιήθησαν σε λιγότερο χρόνο από ότι χρειάζεται τώρα για να τα γράψω. Βεβαίως, είχαμε μελετήσει πολύν καιρόν και με προσοχή το ζήτημα και οι συμφωνίες αυτές ήσαν για την πολεμικήν και μόνον περίοδον.
Η συνέχεια του αποσπάσματος από τα «Απομνημονεύματα» του Ουίνστον Τσώρτσιλ για το μοίρασμα του κόσμου σε ζώνες επιρροής από τις νικήτριες Μεγάλες δυνάμεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει ως εξής:
«Όλα τα ευρύτερα προβλήματα παρέμεναν εκκρεμή από τις δύο πλευρές, για ότι ελπίζαμε τότε ότι θα ήταν μια διάσκεψις γύρω από το τραπέζι της ειρήνης μετά τη νίκη. Ηκολούθησε κατόπιν μακρά σιωπήν. Το χαρτί, με την μπλε του γραμμή, παρέμεινε στο κέντρο του τραπεζιού. Είπα τελικά: «Μήπως θεωρηθεί κάπως κυνικόν το να έχωμεν ρυθμίσει τα προβλήματα αυτά από τα οποία εξαρτάται η τύχη εκατομμυρίων ατόμων κατά ένα τόσον πρόχειρον τρόπον; Ας κάψωμεν το χαρτί αυτό «Όχι, κράτησέ το», είπε ο Στάλιν» (Βλ. Ουίνστον Τσώρτσιλ, «Απομνημονεύματα», μτφρ. Παπαρρόδου στην Ελληνική, τόμος 6ος, βιβλίο 1ο , σελ. 202-203).Απόδειξη αυτών των συμφωνιών των μεγάλων δυνάμεων αποτελεί η διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου ως απαυγάσματος των ιδεολογικών και κοινωνικοοικονομικών ζυμώσεών της μετά το 1944-45 περιόδου.
Εν τούτοις και παρά τις διακηρύξεις εκείνες και παρά τη συμφωνία Στάλιν-Τσώρτσιλ, ο Νικόλαος Ζαχαριάδης της Γ΄Κ. Διεθνούς, αναλαμβάνει να συνεργαστεί με τον Τίτο και τους αντάρτες του, να μην υπακούσουν στις αποφάσεις του Στάλιν και τις συμφωνίες του με τον Τσώρτσιλ και να πολεμήσουν με 20.000 άνδρες και γυναίκες για διχοτόμηση της Ελλάδος σε βόρειο κράτος υπό Κομμουνιστικό καθεστώς και σε νότιο κράτος. Πρώτος στόχος είναι και πάλι η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τις κομμουνιστικές δυνάμεις με αιφνιδιαστικό χτύπημα με επικεφαλής το Μάρκο Βαφειάδη για να αποκοπεί ακολούθως η Μακεδονία και η Θράκη από την υπόλοιπη Ελλάδα. Στη συνέχεια ο Νίκος Ζαχαριάδης ευχαριστεί ολόψυχα το στρατάρχη Τίτο και το λαό της Γιουγκοσλαβίας που αγωνίζονται με κόπο για τον ακρωτηριασμό της Ελλάδας και την απόσχιση της Μακεδονίας και της Θράκης από τον εθνικό κορμό της.
«…Ο λαός μας, λέει ο Νίκος Ζαχαριάδης σε επιστολή του προς τον Τίτο, νοιώθει ενστιχτώδικα και κατάκαρδα τη Νέα Γιουγκοσλαβία, το Λαό της και το Στρατάρχη της…»
Μετά τη συνειδητοποίηση εκείνων που σχεδίαζε ο Τίτο στη Βαλκανική ερήμην του Ιωσήφ Στάλιν, τα πράγματα πήραν διαφορετική, αυτόματα, τροπή. Εκλήθη εσπευσμένα ο Τίτο στη Μόσχα δυο φορές, αντιλαμβανόμενος , όμως, τι τον περίμενε στη Μόσχα, δεν παρουσιάστηκε στο Στάλιν και μόνο το 1948 έστειλε δυο έμπιστούς του στη Μόσχα: το Μίλοβαν Τζίλας και τον Εντουάρντ Καρντέλλι. Ο διάλογος μεταξύ του Στάλιν και των απεσταλμένων του Τίτο αποτελεί φοβερή αποκάλυψη, διότι καταδικάζεται ακαριαία το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα:
«Κουταμάρες!…Η επανάσταση πρέπει να σταματήσει μόλις αυτό θα είναι δυνατό…»
Αυτά διέταξε ο Στάλιν, οπότε κάθε ελπίδα είχε πια χαθεί για τον Τίτο και το Ζαχαριάδη που αρνήθηκε την πατρίδα του και ήπιε το πικρό ποτήρι της αποτυχίας μέχρι το τελευταίο κατακάθι του…
Ο αρχιστράτηγος της φοβερής εκείνης εσωτερικής συγκρούσεως στην Ελλάδα Μάρκος Βαφειάδης απομακρύνεται αυτομάτως από όλες τις θέσεις του και προσωρινά από την Ελλάδα, ο Τίτο κλείνει τα σύνορά του στη ροή κάθε βοήθειας προς τους αντάρτες του Μάρκου Βαφειάδη τον Ιούλιο του 1949, ο δε Νίκος Ζαχαριάδης, πλήρης πικρίας, κάνει στροφή 180ο και κατηγορεί τον Τίτο ως συμμορίτη, ύπουλο και βδελυρό εχθρό: «Το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα στη χώρα μας δε γνώρισε ακόμα, απ΄ τον καιρό της πρώτης κατοχής, τόσο ύπουλο και βδελυρό εχθρό, όσο η συμμορία του Τίτο…» Το ΚΚΕ δέσμιο της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας ακολουθεί πιστά τις υποδείξεις και τις αποφάσεις της. Έτσι, όπως είδαμε, με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ρωσικές στρατιές πλημμυρίζουν τη Βαλκανική, αλλά δεν καταλαμβάνουν τη Μακεδονία.
Πηγή: MacedoniaHellenicLand