Archive

Posts Tagged ‘Δωρική διάλεκτος’

Προϊστορία και προϋποθέσεις δημιουργίας της αλεξανδρινής κοινής

Το γεγονός που έδωσε την αποφασιστική ώθηση στην πανελλήνια αναγνώριση της αττικής διαλέκτου, υπήρξε η ανάδειξη στη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα μιας νέας ηγετικής δύναμης στον ελληνικό κόσμο, της Μακεδονίας. Οι επαφές της μακεδονικής αυλής με τον αθηναϊκό πολιτισμό είχαν ξεκινήσει από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Τον 4ο αιώνα ο βασιλιάς Φίλιππος ο Β΄ καθιέρωσε την αττική διάλεκτο ως επίσημη γλώσσα της Μακεδονίας, ενώ με τις κατακτήσεις (334-323 π.Χ.) του Μεγάλου Αλεξάνδρου η ελληνική παιδεία και η ελληνική γλώσσα διαδόθηκαν στη Μικρά Ασία, τη σημερινή Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, αφενός μέσω της εγκατάστασης Ελλήνων στις κατακτημένες χώρες και αφετέρου μέσω μιας διαδικασίας εξελληνισμού των ντόπιων πληθυσμών. Η τελευταία αυτή διαδικασία στη μεν Μικρά Ασία προχώρησε σε βάθος, ενώ σε περιοχές των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίες ήταν πιο απομακρυσμένες από την κυρίως Ελλάδα και γενικότερα τον χώρο του Αιγαίου, όπως η Αίγυπτος, η Συρία κλπ. ο γλωσσικός και πολιτισμικός εξελληνισμός υπήρξε πιο περιορισμένος.Γεγονός παραμένει πάντως ότι η ελληνική γλώσσα με τη μορφή της αλεξανδρινής κοινής, η οποία είχε ως βάση την αττική διάλεκτο, κυριάρχησε στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου ως γλώσσα πολιτισμού, και προφορικής και γραπτής επικοινωνίας και συναλλαγών μεταξύ των πληθυσμών της περιοχής. Κατέστη δηλαδή «διεθνής» γλώσσα της εποχής. Η σημασία της καταδεικνύεται μεταξύ άλλων και από το γεγονός της μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Ιουδαίων της διασποράς (η μετάφραση των «Εβδομήκοντα»), αλλά και από το γεγονός ότι τα ιερά κείμενα της νέας θρησκείας του χριστιανισμού (Καινή Διαθήκη), συντάχθηκαν τα περισσότερα μάλλον απευθείας στην ελληνική με τη μορφή της αλεξανδρινής κοινής.

Ολόκληρο το κείμενο: Νίκος Παντελίδης (2007), Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/history/thema_14/index.html

Πηγή: history-of-macedonia

Η ιδιάζουσα συγγένεια της Αρχαίας Μακεδονικής προς την κοινή Νέα Ελληνική

Στό ζήτημα τοῦ πλήρους καί ἐμπε­ρι­στα­τωμένου καθορισμοῦ τῆς ταυτότητας τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων, ἡ ἀκαδημαϊκή, νεο­γραμματικῶν κατευθύνσεων ἱστορική γλωσσολογία, παρά τήν συμβολή της στήν διασάφηση πολλῶν ἐπί μέρους ζητημάτων, ἔχει ἀναδείξει ἀνάγλυφα καί ὅλες τίς ἀνακολουθίες καί τίς προβληματικές πλευρές τῆς μηχανιστικῆς της μεθοδολογίας.Γιά τούς μή ἐνημερωμένους περί τά τῆς νεογραμματικῆς θεωρίας, ἐπισημαίνουμε ὅτι, δέσμια τοῦ νευτώνειου πνεύματος τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνα, καί γυρεύοντας νά διατυπώσῃ αὐστηρούς, οἱονεί «φυσικούς» νόμους πού (ὑποτίθεται ὄτι) διέπουν τήν γλωσσική ἐξέλιξη, ὡδηγήθηκε σέ στρέβλωση καί βιασμό τῶν ἀντικειμενικῶν γλωσσικῶν πραγματικοτήτων καί στήν κατασκευή ἑνός ἰδεατοῦ, γραμμικοῦ, προκρούστειου προτύπου.

Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν μακεδονική διάλεκτο, ἡ νεογραμματική θεωρία, ἀρνούμενη νά ἀποδεχθῆ ὅτι φωνολογικές ἐναλλαγές τοῦ τύπου φ-β (Φίλιππος – μακεδ. Βίλιππος), θ-δ (αἰθρία – μακεδ. ἀδραία), χ-γ (ἄχερδος – μακεδ. ἀγέρδα) κ.λπ. μπορεῖ νά εἶναι ἐνδογενοῦς χαρακτῆρα καί νά ἀποτελοῦν ἀπότοκο ἐσωτερικῶν ἐξελίξεων στό πλαίσιο τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου ἤ εὐρύτερα τῆς καθ’ ὅλου ἑλληνικῆς, τίς ἀποδίδει σέ ξενικές ἐπιδράσεις ἤ καί στό γεγονός ὅτι ἡ «μακεδονική» στό σύνολό της εἶναι μιά ξένη γλῶσσα, ἡ ὁποία τρέπει τά ἰνδοευρωπαϊκά μέσα δασέα bh, dh, gh σέ β, δ, γ (: b, d, g) καί ὄχι φ, θ, χ ὅπως ἡ ἀρχαία ἑλληνική: “Βλέπουμε λοιπόν ὅτι στά Μακεδονικά τό bh ἀντί τοῦ φ γίνεται β, π.χ. στό ὀφρύες τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν διαλέκτων ἀντιστοιχεῖ τό μακεδονικό ἀβροῦFες (καί ἀβροῦτες), στό ἑλληνικό κεφαλά ἀντιστοιχεῖ τό μακεδονικό κεβαλά, […] στό ἑλληνικό φαλακρός ἀντιστοιχεῖ τό μακεδονικό κύριο ὄνομα Βάλακρος. Πβ. ἀκόμα Βερενίκη ἀντί Φερενίκη κ.ἄ.” (Ἀ. Θαβώρης, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, Ἰωάννινα, 1971, σ. 47)

Ὁ Γ. Μπαμπινιώτης (“Η θέση της Μακεδονικής στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους”, στό Η γλώσσα της Μακεδονίας, σ. 176-177), παρατηρεῖ: “Σε μελέτη μου «Mediae question in Ancient Macedonian Greek reconsi-dered» υποστηρίζω ότι η φωνητική αξία των β, δ, γ της Μακεδονικής ήταν εκείνη των ηχηρών διαρκών συμφώνων [..] και όχι των ηχηρών κλειστών [..], πράγμα που τοποθετεί το όλο πρόβλημα του φωνολογικού συστήματος των συμφώνων της Μακεδονικής επί νέας βάσεως. [..] η αβασάνιστη αντίληψη περί της υφής των β, δ, γ ως b, d, g […] πρέπει να αναθεωρηθεί [..] Φαινόμενα όπως η εναλλαγή των β και F σε λακωνικές (δωρικές) επιγραφές του 4ου π.Χ. αι. (προβειπάhας = προFειπάσας) δείχνουν τάσεις πρώιμης εμφανίσεως της αποκλειστοποίησης σε αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Άρα η μακεδονική διάλεκτος [..] προηγήθηκε σε εξελίξεις που σφράγισαν τη φωνολογική φυσιογνωμία ολόκληρης της νεότερης ελληνικής γλώσσας από των μεταγενεστέρων χρόνων και ιδίως κατά την περίοδο της Αλεξανδρινής Κοινής.”

Γιά ὅσους δέν εἶναι ἐξοικειωμένοι μέ τήν εἰδική ὁρολογία τῆς ἱστορικῆς γλωσσολογίας σημειώνουμε ὅτι αὐτό πού ὑποστηρίζεται ἐν ὀλίγοις εἶναι ὅτι τά ἀρχαῖα μακεδονικά β, δ, γ ταυτίζονταν μέ τά σημερινά νεοελληνικά β, δ, γ. Μόνο πού ὁ Γ. Μπαμπινιώτης σέ μιά προφανῆ προσπάθεια νά διασώσῃ τό κῦρος τῆς νεογραμματικῆς θεωρίας μιλάει γιά «τάσεις πρώιμης εμφανίσεως της αποκλειστοποίησης», τήν στιγμή πού ἡ φωνολογική συμπεριφορά τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου δείχνει νά ἀνάγεται σέ πολύ παλαιότερες περιόδους (ἀσφαλῶς πρό τοῦ 2.000 π.Χ.), ἀφοῦ συγγενεύει (ἄν δέν ταυτίζεται) μέ τήν φωνολογική συμπεριφορά τῆς λεγομένης «προ»ελληνικῆς, τῆς ὁποίας ἡ φωνολογική συγγένεια πρός τήν νέα ἑλληνική ἔχει καί στό παρελθόν ἐπισημανθῆ ἀπό τόν ὑποφαινόμενο.

Ἔχει ὅμως ἰδιαίτερη σημασία ὅτι τώρα πλέον ἡ ἐπισήμανση τῶν χαρακτηριστικῶν αὐτῶν τῆς λεγομένης «προ»ελληνικῆς ἐν συναρτήσει πρός τά τῆς νέας ἑλληνικῆς γίνεται ἀπό ἕναν ἐπιστήμονα πού εἶναι βαθύς γνώστης τῆς καθ’ ὅλου ἑλληνικῆς, στήν μακρά της διαδρομή ἀπό τήν μυκηναϊκή καί κλασική ἑλληνική μέχρι τήν μεσαιωνική καί τήν νεώτερη. Ὁ Ἰ. Προμπονᾶς στήν μελέτη του «Φωνητικά φαινόμενα της «προελληνικής» στη νέα ελληνική;» (Ευεργεσίη, Τόμος χαριστήριος στον Παναγιώτη Ι. Κοντό, τ. Α΄, σ. 153 – 167) ἐπισημαίνει μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Επομένως, στην περίπτωση της εναλλαγής α-ε κοντά στα υγρά και έρρινα έχουμε να κάμουμε με μια τάση που χαρακτηρίζει την ενιαία ελληνική γλώσσα από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Η εναλλαγή α-ε δεν είναι χαρακτηριστικό της καλουμένης «Προελληνικής». Η καλουμένη «Προελληνική» ως προς το φαινόμενο αυτό ταυτίζεται με την Ελληνική» (σ. 161). Καί παρακάτω: «Δεν γνωρίζουμε τι ήταν οι Κύδωνες, οι μεγαλήτορες Ἐτεόκρητες και οι δῖοι Πελασγοί. Τίποτε δεν αποκλείει να ήσαν παλαιοί Έλληνες των οποίων η γλώσσα ηχούσε στα ώτα των άλλων Ελλήνων παράξενα και ενδεχομένως ως ξένη. Θα προσκομίσω ένα παράλληλο από την μακραίωνα ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Εδώ και χρόνια γίνεται κοινώς παραδεκτό ότι η Τσακωνική διάλεκτος είναι άμεση συνέχεια της μεταγενέστερης Λακωνικής. Έως ότου όμως Έλληνες και ξένοι επιστήμονες αποδείξουν την ελληνική καταγωγή της Τσακωνικής, η διάλεκτος αυτή ακόμη και από τους λογίους εθεωρείτο σλαβικό ιδίωμα…» (σ. 163).

Κάτι ἀνάλογο νομίζουμε συνέβαινε μέ τούς ἀρχαίους Μακεδόνες καί τήν ἀρχαία μακεδονική, οἱ ὁμοιότητες τῆς φωνητικῆς συμπεριφορᾶς τῆς ὁποίας μέ αὐτήν τῆς λεγόμενης «προ»ελληνικῆς τό πιθανώτερο εἶναι ὅτι ἀνάγονται σ’ ἕνα παλαιότατο πρωτοελληνικό (γραικικό) ὑπόστρωμα, καί ἑπομένως ὀφείλονται στό ὅτι ἡ γραικική γλῶσσα, ἡ κατά τήν γνώμη μας διαδεδομένη στόν ἑλλαδικό καί μικρασιατικό χῶρο πολύ πρό τοῦ 2.000 π. Χ., διέθετε ἠχηρά τριβόμενα β, γ, δ καί ἄηχα τριβόμενα φ, χ, θ, τά ὁποῖα ἐναλλάσσονται μέ καταπληκτική εὐκολία τόσο στήν λεγόμενη «προ»ελληνική, ὅσο καί στήν νέα ἑλληνική. [ ]

Τήν ἁλυσίδα τέτοιων «παράδοξων», πλήν διαπιστωμένων φωνητικῶν μεταβολῶν (πού, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, μποροῦν νά παράσχουν μιά διαφορετική ἐξήγηση γιά τό φαινόμενο τῶν χειλοϋπερωικῶν, πρβλ. ὅπως – ὅκως / lupus – λύκος κ.τ.τ.) εἴμαστε σέ θέση νά ἀνιχνεύσουμε καί σέ λέξεις τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου ἐπιβεβαιώνοντας μέ τήν γλῶσσα τῶν πραγμάτων καί ὄχι τῶν ὑποθετικῶν νόμων καί ὁλιστικῶν, σχηματικῶν θεωριῶν, ὅτι πράγματι ἡ μακεδονική, ὡς ἕνα ὀργανικό μέλος τῆς πρωτοελληνικῆς / γραικικῆς διέθετε ἠχηρά τριβόμενα β, γ, δ καί ἄηχα τριβόμενα φ, χ, θ, ὅπως καί ἡ νέα ἑλληνική.

• Τό μακεδονικό ὄνομα ψαριοῦ «σφύραινα» πού ἀντιστοιχεῖ κατ’ ἄλλους στήν ζαργάνα, καί κατ’ ἄλλους στό ψάρι λοῦτσος, παρουσιάζεται στίς διάφορες ἑλληνικές περιοχές μέ τούς τύπους σφύρινα Πελοπν. (Μονεμβ.) σφύναιρη Κάλυμν. Λειψ. σφύνουρα Σάμ. σφύναρα Λέρ. σφύρνα Καστελόρρ. Κύθν. Μῆλ. Σύμ. Χάλκ. Θά συμφωνήσῃ κανείς μαζί μας ὅτι – ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν τό συγκεκριμένο ψάρι ταυτίζεται μέ τήν ἀρχαία σμύραινα καί μύραινα, κ.ν.ἑ. σμέρνα – ἡ ὀνομασία φαίνεται νά ἀποτελῇ ἐναλλακτική ἐξέλιξη μιᾶς ρίζας πού μοιάζει νά ἀντιστοιχῇ στό σημαινόμενο «ἐπίμηκες ὀφιοειδές ψάρι». Τήν συγγένεια τῶν σφύραινα καί σμύραινα ἐπιβεβαιώνουν οἱ πάμπολλοι νεοελληνικοί τύποι γιά τό ψάρι σμέρνα (προφ. ζμέρνα), ὅπως σμύραινα, σμύναιρα, σμύρναιρα, σμύνιαιρα, σμυνιαίρα, σμύνιρα, σμύναρα, σμύναιρη, σμυναριά, σμυρναριά, ἀσμύναιρα, ἀζμύναιρα, ἀσμύνναιρα, ἀσμυναριά, ἀσμυναργιά, ἀζμυ-ναργιά, ἀσμέρνα, ὀσμύραινα, σμύρνα, ζμύρνα, σμουρούνα, μουρούνα, σφύρνα, σμέρλα, μυνιαίρα, σμύρνιος ὁ, σμυρνιός ὁ, σμερνί τό.

Ἐν τούτοις, ἀκόμα καί βάσει τῆς νεο-ελληνικῆς φωνητικῆς λογικῆς, μιά τροπή μ > φ (ἤ φ > μ) εἶναι ἀπίθανη, ὁπότε πρέπει νά ὑποτεθῇ ὅτι τῆς διτυπίας σφύραινα – σμύραινα ὑπόκειται ἐνδιάμεσος τύπος *σβύραινα ὁ ὁποῖος εἶναι σέ θέση νά ἑρμηνεύσῃ τήν μετάβαση ἀπό τόν ἕνα φθόγγο στόν ἄλλο μέσῳ τοῦ ἠχηροῦ τριβομένου β, κατά τό σχῆμα φ > β > μ ἤ μ > β > φ. Εἶναι ἐνδεικτικό τῆς ἀξίας καί τῆς σημασίας τῶν μαρτυριῶν τῆς νέας ἑλληνικῆς, ὅτι τό ἐνδιάμεσο αὐτό στάδιο τῆς φωνητικῆς ἀξέλιξης κάνει τήν ἐμφάνισή του στούς (κατά τήν γνώμη μας ἀπολιθωματικούς) τύπους σβέρνα Κορσ. Πελοπν. (Λάγ.) ζbέρνα Μεγαν. (Κατωμέρ.) (= ἡ σμέρνα). Ἕνα ἐπί πλέον συμπέρασμα πού μπορεῖ νά ἐξαχθῇ ἀπό τήν παραπάνω συλλογιστική – ἐάν βεβαίως εὐσταθῇ – εἶναι ὅτι ἡ μακεδονική διάλεκτος δέν παρουσιάζει, ὅπως θά ἦταν ἀναμενόμενο, τύπο *σβύραινα, ἀλλά τύπο σφύραινα, πρᾶγμα πού ἐνδεχομένως σημαίνει ὅτι ἡ τροπή φ > β (π.χ. Φίλιππος > Βίλιππος) δέν μπορεῖ νά διεκδικῇ τήν ἰσχύ νόμου.

• Τό ἀρχαῖο μακεδονικό ὄνομα Βρομερός (πρβλ….στρατεύει ἐπὶ Ἀρριβαῖον τὸν Βρομερόν, Λυγκηστῶν Μακεδόνων βασιλέα… Θουκ. Δ 83) παραπέμπει κατά τήν γνώμη μας στό κ.ν.ἑ. βρομερός (= βρόμικος, ρυπαρός), εἶναι δέ ἐνδεικτική τῆς ἰδιαιτερότητας τῆς γραικικῆς / πρωτοελληνικῆς παράδοσης καί τοῦ ἡμιλανθάνοντος χαρακτῆρα της, ἡ παρατήρηση τοῦ ἀττικιστῆ Φρυνίχου (2ος αἰ. μ.Χ.): «βρῶμος. πάνυ ἐζήτηται, εἰ χρὴ λέγειν ἐπὶ τῆς δυσωδίας. μέχρι οὖν εὑρίσκεται ἐπὶ δυσωδίας ἄχαριν ὀσμὴν λέγε ὥσπερ οἱ κωμῳδοποιοί.». Κοντολογίς, παρά τήν ἐργώδη, μακρόχρονη ἔρευνα γιά τό κατά πόσον ἡ λέξη βρόμος, βρόμα κ.τ.λ. εἶναι ἀττικῆς προελεύσεως – πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι τόν 2ο μ.Χ. αἰ. ἡ λέξη χρησιμοποιοῦνταν παγκοίνως ὅπως σήμερα – δέν βρέθηκε κάποιο στοιχεῖο «νομιμοποιητικό» τῆς χρήσης της, ὁπότε καλό εἶναι νά ἀποφεύγεται «μέχρι νεωτέρας»!

Ἕνας στοιχειωδῶς σκεπτόμενος ἄνθρωπος μπορεῖ νά καταλάβῃ μέσα ἀπ’ αὐτήν τήν σύντομη παρατήρηση τοῦ Φρύνιχου τό εἶδος τῆς περιφρόνησης πού ἐπεφύλαξε γιά τό πιό ζωντανό καί πιό βαθύ ὑπόστρωμα τῆς γλωσσικῆς καί πολιτισμικῆς μας ὕπαρξης ἡ ἀττικιστική (καί ὄχι ἀττική) μικρόνοια καί δοκησισοφία.

Ὅσον ἀφορᾷ στήν ἐτυμολογική διερεύνηση τῆς λέξης, παρακάμπτοντας τίς κατά τήν γνώμη μας μή ἱκανοποιητικές ἀναγωγές στά βρομῶ, βρόμος (= ἰσχυρός κρότος) ἤ βρῶμα (= φαγέδαινα τοῦ στόματος), θά ἀποτολμούσαμε μιά ἐνδοσυγκριτική συσχέτιση τῆς λέξης πρός τά φλόμος, φλομίζω, φλομιάζω, φλομώνω πού, ὅπως ἐπισημάναμε προηγουμένως, παραπέμπουν στά ἀ.ἑ. πλεύμων, πνεύμων, ν. ἑ. πλεμόνι, φλεμόνι καί στό ἄμεσα μέ αὐτά συνδεδεμένο αἴσθημα τῆς ἀσφυξίας λόγῳ καπνοῦ, δυσωδίας, κ.λπ. [πρβλ. τήν κοινή φράση μᾶς φλόμωσες (= μᾶς βρόμισες), σφλομίζου (= βρομίζω: ἀρχίνεψ’ τό πορδιό τσαί μᾶς σφλόμ’σε) Στερελλ. (Δεσφ.)]. Ἐνισχυτική τῆς παραπάνω ἄποψης εἶναι ἡ σύμπτωση τῆς σημασίας τοῦ βρομίζω ὡς «βρίθω», «εἶμαι γεμᾶτος» [πρβλ. «βρωμάει ὁ κόσμος – ὁ τόπος ἀπὸ τὸ δεῖνα πρᾶμα (ἐπὶ ἀφθονίας πράγματός τινος)»] πρός αὐτήν τοῦ φλομίζω, φλομώνω ὡς «γεμίζω» [πρβλ. φλουμών’νι τά χαντάκια νιρό Στερελλ. (Ἀχυρ.) φλόμουσις λάσπις τά ροῦχα σ’ Θεσσ. (Ἀνατ.) Αὐτό τό τυρί φλούμισε σκουλήκια / φλούμισε ὁ τόπος ἀκρίδες Ἤπ. (Κατσανοχ.) φλούμιαξαν οἱ ψεῖρις στού κουρμί μ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θά φλουμνιάξ’ τού σταφύλ΄’ φέτου Στερελλ. (Αἰτωλ.) σιφλομώνω (= ὑπερπληροῦμαι, χορταίνω, «τήν τυλώνω») Πελοπν. (Κυνουρ.) κ.λπ.] [ ]

• Ἡ παρουσία τοῦ ὀδοντικοῦ στό μακεδονικό ἀβροῦτες (: ὀφρῦς), ἀλλά καί ἡ ὁμοιότητά του πρός τύπους τῆς νέας ἑλληνικῆς ὅπως βρύδι Κύπρ. ἀφρούδι Κρήτ. φρύτ’ Καππ. ὑποβάλλει τήν ἐντύπωση εἴτε ὅτι μιά μορφή τοῦ ὑποκοριστικοῦ τοῦ ὀφρύς, «ὀφρύδιον» – ἀπό τό ὁποῖο θεωρεῖται ὅτι προέρχεται καί τό ν. ἑ. φρύδι – ὡδήγησε στήν μορφοποίηση τοῦ μακεδονικοῦ τύπου, εἴτε – τό καί πιθανώτερο κατά τήν ἄποψή μας – ὅτι τό ὀδοντικό ἀποτελεῖ ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ρίζας, πού διατηρήθηκε στήν γραικική / πρωτοελληνική.

• Τό μακεδονικό ὄνομα Περδίκκας (καί ὄχι Πέρδιξ, ὅπως θά ἦταν στήν ἀττική διάλεκτο) εἶναι ἐνδεικτικό μιᾶς στενότερης σχέσης πρός τό κ.ν.ἑ. πέρδικα, καί ἴσως δέν εἶναι τυχαῖος ὁ καταβιβασμός τοῦ τόνου στό συνηθέστατο στήν σημερινή Μακεδονία «περδίκα» (= πέρδικα). Ἕνα στοιχεῖο πού ἐνισχύει – καί προάγει – τήν παραπάνω ἐκτεθεῖσα συλλογιστική, εἶναι καί ἡ διαπίστωση ὅτι τό πολύχρωμο ψάρι πέρκα (ἀ. ἑ. πέρκη, περκίς), πού τά ἐντυπωσιακά του χρώματα ἐμφανίζουν μεγάλη ὁμοιότητα πρός αὐτά τῆς πέρδικας, ὀνομάζεται σέ ὡρισμένες περιοχές πέρδικα, πέρdικα, πέρδ’κα, σπέρκα. [ ]

Οἱ ἐπισημάνσεις βέβαια γιά τήν σχέση ἀρχαίας μακεδονικῆς διαλέκτου καί νέας ἑλληνικῆς θά μποροῦσαν νά εἶναι πολύ περισσότερες (πρβλ. μακεδ. βασίλισσα, κοράσιον, κάραβος κ.ἄ.). Ἀλλά καί μέσα ἀπό αύτήν τήν σύντομη ἀναφορά προκύπτει ἀνάγλυφη ἡ οὐσία τῆς ὑπόθεσής μας, ὅτι δηλ. ἡ ἀρχαία μακεδονική διάλεκτος ἀποτελεῖ μιά μορφή τῆς πρωτοελληνικῆς / γραικικῆς, καί μ’ αὐτήν τήν ἔννοια, ἡ ἐπικράτηση τῶν μακεδόνων Ἑλλήνων ἐπί τῶν νοτίων Ἑλλήνων σηματοδοτεῖ τήν ἔναρξη τῆς σταδιακῆς ἀνάδυσης στήν ἐπιφάνεια τοῦ ἡμιλανθάνοντος, δῆθεν «προ»ελληνικοῦ, τῶ ὄντι δέ γραικικοῦ ὑποστρώματος τῆς ἑλ­ληνικῆς, μιά διαδικασία πού συνεχίσθηκε μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο ὥς τίς μέρες μας.

Ἐπειδή δέ τά τρίτοις ἴσα καί ἀλλήλοις ἴσα, ἕπεται ὅτι ἡ συγγένεια ἀρχαίας μακεδονικῆς διαλέκτου καί καθ’ ὅλου νέας ἑλληνικῆς πρός τήν καλουμένη «προ»ελληνική συνεπάγεται μιά ἰδιαίτερη σχέση τῆς νέας ἑλληνικῆς πρός τήν μακεδονική, στενότερη καί ἀπ’ αὐτήν πρός τήν ἀρχαία ἀττική διάλεκτο.

Γι’ αὐτό καί ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας σήμερα, παίρνει τίς διαστάσεις ὑπεράσπισης τῆς ὑπαρκτῆς (ἄν καί μή γραμμικῆς) συνέχειας καί βαθύτερης ἑνότητας τοῦ ἑλληνισμοῦ, καί τῆς ἑλληνικότητας τοῦ αὐθεντικώτερου, συμπαγέστερου, ἀνθεκτικώ­τερου καί οἰκειότερου πρωτογενοῦς πυρῆνα του (τό ὅτι ἡ λαϊκή παράδοση ἀπ’ ὅλους τούς μεγάλους ἄνδρες τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας «θυμᾶται» μόνο τόν Μεγαλέξαντρο καί τήν Γοργόνα τήν ἀδελφή του, πρέπει νά σημαίνῃ κάτι).

Εἶναι καιρός, χωρίς ἀποκοπή ἀπό τήν ἀττική παράδοση, ἀλλά μέ ἀγάπη, σεβασμό καί γνώση γι’ αὐτήν τήν θεμελιώδη συνιστῶσα τοῦ γλωσσικοῦ καί πολιτιστικοῦ μας «εἶναι», νά δώσουμε ἕνα ἰδιαίτερο βάρος στήν μελέτη καί τήν ἀνάδειξη τῆς παμπάλαιας πρωτοελληνικῆς/ γραικικῆς παράδοσης, κάτι πού τό χρωστᾶμε ὄχι μόνο στόν ἑαυτό μας ἀλλά καί στόν κόσμο.

Συγγραφέας: Χρήστος Δάλκος
Άρδην τ. 67

Πηγή: MacedoniaHellenicLand