Archive

Archive for the ‘Γλωσσικά (Ετυμολογία κτλ)’ Category

Ομιλία της Χαράς Νικοπούλου για την 25η Μαρτίου

Το 2011, η Χαρά Νικοπούλου προσκεκλημένη της Ενοριακής Νεανικής Εστίας Αγ. Παντελεήμονος Πολίχνης, εκφώνησε ομιλία στο δημοτικό Θέατρο Πολίχνης. Η απόδοση της ομιλίας της έγινε σε έμμετρο λόγο ώστε να παρουσιάσει όλο το μεγαλείο της Ιστορίας μας.

«Το Έθνος όλο μέσα σε ένα κρυφό σχολειό»

Κυρίες και κύριοι,
Σαν Διογένης απ’ το χθες με ένα μικρό φανάρι,
βγήκα σε δύσκολη ατραπό, μες στο πνευματικό σκοτάδι…
Μεσ’ στην Ελλάδα ψάχνοντας αυτό που κάποιοι θάβουν…
Ψάχνω το Έθνος μου να βρω… αυτό που χρόνια τώρα κλείνει μέσα σε ύμνο θείο ο Σολωμός που εθνικό τον λένε!!…
Αυτό που δυο χρώματα ζωγράφισαν πιστά, με άσπρο και γαλάζιο…
Αυτό που οι Αρχαίοι Έλληνες ορμήνευσαν ως Φως, πάνω στην άσπρη πέτρα,
και εύλαλα ονόμασαν Ελλάς χιλιάδες χρόνια τώρα!!

Μα όσο κι αν γυρίσω, κι αν ταξιδέψω στα Άγια χώματά σου…
όσο κι αν γονατίσω στους Παρθενώνες σου…, στις εκκλησιές
και μες στης Πίνδου τα Άγια βήματά σου…,
όσο κι αν ψάξω να σε βρω σ’ αρχαίες πόλεις και μνημεία…,
σε προτομές ηρώων και σε ιερά βιβλία…,
πιότερο δε θα χτυπήσει δυνατά η ελληνική ψυχή μου…
από την ώρα που ως δάσκαλος θα μπω σε ένα σχολειό ελληνικό,
για να σε αναστήσω, μέσα από τα παιδιά μου!!

Κάθε φορά που η πόρτα στο σχολειό θα ανοίξει για εμένα…
νιώθω πως γίνομαι εγώ η αιτία για να έρθει…
αυτό που οι άλλοι ονόμασαν κρυφά: «Ανίερη Συμμαχία»…
γιατί μες στο σχολειό πάντα μυστικά…, μέσα απ’ του δασκάλου τη λαλιά,
θα γίνει ένα θαύμα…
Αυτό που κράτησε τον Έλληνα χιλιάδες χρόνια τώρα,
να’ χει την ίδια τη γραφή, τη γλώσσα,
…την ανάγκη… να λέει πως Έλλην έχει γεννηθεί, και ελεύθερος ανέκαθεν εζούσε…
γιατί κρυφά σχολειά υπήρχανε, που σώνανε το έθνος.

Μα μέγα ερώτημα γεννά η ίδια η ιστορία: Άραγε μήπως τελικά, το’ χει ανάγκη το σχολειό να έχει κέντρο το έθνος;… ή μήπως η ανάγκη αντίστροφα έδειξε, πως ήταν από πάντα;;
Όταν σμιλεύεις τις ψυχές μικρών παιδιών με Ελλάδα…
Όταν εσύ ανασταίνεις ήρωες που πέθαναν για εσένα, κάνοντας μάθημα το αίμα τους που χύσαν για το Έθνος…
Όταν τους θρύλους ενοχλείς, με σεβασμό μιλώντας στα παιδιά σου, για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, μα και τον Λεωνίδα…
Όταν διδάσκεις τη υπακοή, μιλώντας για Σωκράτη…
κι όταν παράδειγμα ανδρείας και ελευθερίας δίνεις με τον Παλλικαρίδη…
Όταν για αρετή μιλάς και όχι για ευδαιμονία…
Όταν τον μαθητή στη φάλαγγα ζητάς, για να ‘χει ευψυχία…
Όταν ορίζεις το Χριστό με λέξεις από αγάπη…
κι όταν ξορκίζεις το κακό, τον θρήνο, και τον πόνο,
και κάνεις νίκη θρυλική μέσα στην ιστορία,
των Λακεδαίμονων το θάνατο και του Ζαλόγγου τη θυσία…
Όταν μιλάς για Οδύσσεια και φτάνεις στο ’40…
Όταν ορίζεις του Αχιλλέως τη νέμεση και ταξιδεύεις χρόνια,
φτάνοντας στην κερκόπορτα που όριζε την Πόλη
και θεία δίκη θε να ‘ρθει μια μέρα του Σαββάτου…

Όταν με πανοπλία εθνική ντύνεις τους μαθητές σου,
διδάσκοντας τις ιαχές χρόνια τώρα που αντηχούν ως εθνικοί παιάνες και παρακαταθήκη: «Μολών λαβέ» και υπόσχεση, στο δίλημμα το μέγα: «Ελευθερία ή θάνατος» …
θα μάθεις στα παιδιά σου,
πως έναν όρκο μαχητή θα δώσουν στη ζωή τους,
αυτόν που πρωτοψέλλισαν, χιλιάδες χρόνια πίσω
οι Λακεδαίμονες τηρώντας τον ως την στερνή πνοή τους: «Άμες δε γεσόμεθα πολλώ κάρρονες»
κι όταν για ακόμη μια φορά μέσα σε μια τάξη,
θα ανοίξεις θρύλους και ψυχές, που ορίζουν τον Δραγάση
και ύμνους θείους κι αγγελικούς θα μάθεις στα παιδιά σου…
κι όταν τον Προμηθέα του χθες, ενώσεις στο Χριστό μας
και δείξεις στα ελληνόπουλα την πιο τρανή θυσία…
αυτή που δε χωρά στα όρια και μέσα εις το λόγο…
μα από τη δίψα για το φως, σταύρωσε και τους δύο…
και Ανάσταση έφερε ξανά, γιατί ποτέ δεν προσκύνησαν…
κι όταν του Μέγα Αλέξανδρου διδάξεις την πορεία,
στα βάθη της Ανατολής που έγραψε ιστορία…
μαζί και την προέλαση του ένδοξου στρατού μας…
που έφτασε Εσκι Σεχερ, κιουτάχια… μα και στο Τεπελένι…

Τότε μονάχα τότε ως παιδαγωγός θα νιώσεις θείος Μύστης…
γιατί η ανάγκη δεν είναι τόσο στο σχολειό να ακούσει για το Έθνος…
μα το αντίστροφο θαρρώ, γίνεται τόσα χρόνια!!
Το Έθνος είναι αυτό που το ‘χει ανάγκη πάντα,
να γεννηθεί μες στο κρυφό σχολειό!!, αυτό που αιώνες τώρα,
κρατήθηκε ίδιο, ζωντανό και πέρασε στο αύριο,
καθώς ο δάσκαλος εσμίλευε την παιδική ψυχούλα…
αυτήν που άνδρωσε το έθνος μας και το ΄κλεισε για πάντα,
μέσα σε 5 γράμματα και μέσα σε 2 φράσεις: «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών στο χθες στο αύριο και στο τώρα».

Αν το λοιπόν στερέψουμε απ’ των Ελλήνων την ανδρεία…
αν μέσα στη σκλαβιά κλειστήκαμε που όρισε μια κίβδηλη δημοκρατία…
αν γίναμε ριψάσπιδες, πριν καν καλά-καλά η μάχη ξεκινήσει…
τότε του γέροντος Κοσμά τα λόγια του Αγίου, ηχούν ως θεία αιτία και προτροπή, κι ορίζουνε το δρόμο:
«Τα σχολειά χτίστε, εκεί ο Θεός μένει της ελευθερίας».

Μα τα σχολεία σήμερα γκρεμίστηκαν, σαν πέταξαν μακριά τους,
κάθε ορισμό και θύμηση που φέρνει εις το έθνος…
Κανείς δε θέλει παίδευση, βγαλμένη από Ελλάδα…
κανείς δε θέλει τα παιδιά να γίνουν Λεωνίδες…

Και έτσι κρυφά μες στο σκοτάδι της αμάθειας μαζεύτηκαν μια νύχτα…
του γένους όλου οι δάσκαλοι, να σώσουνε το Έθνος…
Άφησε λίγο τον Αλέξανδρο και ήρθε απέναντί μας
ο Σταγειρίτης δάσκαλος, που για «ευζωία» ευθυνόταν…
Αριστοτέλη δάσκαλε συνάντησες ψες βράδυ,
τον προγενέστερό σου δάσκαλο, που χρόνια αναζητούσες…
και να στην έδρα κάθησε ο γέροντας – φιλόσοφος Σωκράτης,
για να ακούσει τα σοφά, τα λόγια των παιδαγωγών μας…
αυτών που χρόνια κράτησαν το Έθνος ενωμένο…

Και να μες στο κρυφό σχολείο, φθάνει και ο Φεραίος,
κι ο Μιχαήλ Ψελλός ο λόγιος κι ο Κύριλλος Λούκαρης από την Πόλη
κι ο Ευγένιος Βούλγαρης ο στοχαστής, κι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης…
και ύστερα πίσω κλείνουν την πύλη τη στενή ο Άνθιμος Γαζής ο διαφωτιστής,
μα κι ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός μας
και τέλος φτάσανε παιδαγωγοί που κάποτε πέθαιναν για Ελλάδα,
που ύμνο μάθαιναν κρυφά μόνο εις την ελευθερίαν…
και του Βουλγάρου το σπαθί τας πέρασε εις την Αθανασία…
ήρθαν λοιπόν δάσκαλοι χιλιάδες χρόνια πίσω…
όλοι του Έθνους εραστές που φώτισαν το γένος…
και ένα τους δάκρυ μοναχά κύλισε απ’ τα μάτια…
καθώς το φως δε βρήκανε μες στα σχολειά σου Ελλάδα…
μόνο ένα πράγμα έμαθες και το ‘κανες συνήθεια:
Πώς να ξεχνάς το αίμα σου, που πότισε τη γη μας…
Πώς να πατάς τα ιερά της επανάστασης του Γένους…
Πώς να μιλάς για εμφύλιο, ενώ
το έθνος από των Βουλγαροανταρτών το όπλο ξεψυχούσε…
Πώς να ζητάς να κατεβεί ακόμη και ο Θεός μας από τον πίνακα μπροστά,
για να αρνηθούμε, ως και τον δημιουργό μας…

Μα ο αληθινός παιδαγωγός κλείνει μες στην καρδιά του,
το έθνος που άντεξε πολλά… και έτσι και πάλι πρέπει…
κι αφού οι δάσκαλοι κατέληξαν πως ειν’ ανάγκη να ισχύσει
του ιερού παιδαγωγού Σωκράτη η αρχαία ρήση…
σηκώθηκαν με μια φωνή κι απήγγειλαν τον όρκο:
«Μητρός τε και Πατρός και των άλλων προγόνων απάντων,
τιμιώτερος εστίν η Πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον
και εν μείζονι μοίρα, παραθεοίς και παρ’ ανθρώποις τας νουν έχουσιν».

Κι εκεί που ορκίστηκαν κρυφά, οι δάσκαλοι του Έθνους
η πόρτα χτύπησε… και να… μπαίνει μέσα στην τάξη του μυαλού μας…
αυτός που χρόνια αναζητώ και θα ‘θελα ως μαθητή μου να ‘χα…
ένα παιδί που ήρωας έγινε σε μια νύχτα…
γιατί η Ελλάδα ήταν ο πρώτος ερωτάς του…
Δάσκαλοι σεβαστοί μου Έλληνες… εγώ είμαι ο μαθητής σας…
ο Ευαγόρας ο Μεγαλονήσιος που με έγραψε η ιστορία…
Πάνω στον όρκο σας πατώ… γιατί θα ‘ρθεί μια μέρα, …
των αθανάτων το κρασί και του ’21,
θα χύσουν μέσα στην ψυχή και μέσα στο κορμί τους
οι Έλληνες που κιότεψαν μπροστά στη “νέα τάξη”…
και θα γυρίσουν στα σχολειά… θα μάθουν για Ελλάδα…
θα μάθουν να αγωνίζονται… κι ας μείναμε μονάδα…

Και έτσι οι παιδαγωγοί τον βράβευσαν…
κι ύστερα…… ανέλαβαν μες στην ψυχή μας δράση.
Κι αφού συνάχθηκαν μπροστά στον Γέροντα Σωκράτη
ως μαθητές μας βάζουνε σιμά και με ένα ερώτημα το μάθημα αρχινά,
που πάλει τις καρδιές μας:
Ποιος θέλει να γευτεί ξανά το Φως και Ελεύθερος να ζήσει;…
Ποιος θέλει το «Μολών λαβέ» να πει σε κάθε ξένο, εχθρό μας;
Αν είσαι εσύ που στέκεσαι τώρα απέναντί μας…
απέναντι σε δασκάλους που ευλαβικά δακρύζουν,
σαν η σημαία χάνεται πάνω απ’ τα ξερονήσια…
αν είσαι εσύ που εμπιστεύεσαι σε μας για χρόνια τώρα
το πνεύμα των παιδιών σου
και περιμένεις από ‘μας να χτίσουμε την ψυχή τους…
και να σμιλέψουμε με φως το παιδικό μυαλό τους…
τότε και εμείς ευλαβικά θα σε υποδεχτούμε,
σ’ αυτό που κάποιοι ονόμασαν «κρυφό σχολειό» και ζει κι ανθίζει πάλι…
γιατί η σκλαβιά δεν άφησε ελεύθερη τη σκέψη…
αντίθετα εφρόνησε να πνίξει κάθε λέξη,
που για Έθνος μίλαγε παλιά, μέσα στην ιστορία…

Και σαν καθίσεις μαθητής, μέσα στην Άγια Τάξη… φορώντας γαλανόλευκη ποδιά
τα μάτια σου θα πέσουν πάνω στον σταυρωμένο,
αυτόν που κάποιοι βγάλανε μέσα από τα σχολεία…
και δίπλα του εστέκεται με ανδρεία ο Λεωνίδας κι ο Αλέξανδρος,
ο Παπαφλέσσας κι ο Δραγάσης…
κι η Μπουμπουλίνα κι ο Γέροντας ο αθάνατος Κολοκοτρώνης…

Κι όπου κι αν στρέψεις τη ματιά σ’ αυτήν την άγια τάξη…
Ελλήνων την Ανδρεία θα δεις, πολεμιστών κι Αγίων…
κι αν ίσως ξέχασες ποιοι να ‘ναι όλοι τούτοι, ρώτα μας και θα μάθεις…
Αφού σταθούμε δίπλα σου και με όση δύναμη ψυχής μας όρισαν οι γνώσεις,
θα ξεδιπλώσουμε με φως του Έθνους την Ιστορία
και θα σμιλέψουμε εσένα Έλληνα,
για να ξυπνήσει μέσα σου η ποθητή ανδρεία…

Μα αυτό το μάθημα θαρρώ, δε θα ‘χει πλέον τέλος…
γιατί αθάνατοι είμαστε ως χριστιανοί και Ελλάνιοι Αρχαίοι…
και αφού σου μάθουμε γραφή της πιο μακραίωνης γλώσσας…
αυτής που κλείνει έννοιες μέσα σε τόσες λέξεις…
Κι αφού ακούσεις για Χριστό, Ελλάδα και θυσία…
τότε στο τέλος μόνος σου θα πρέπει να ορίσεις,
αν ξέρεις πλέον να μας πεις «Τι είναι η πατρίδα»…
αν ξέρεις να φιλάς καλά του Λεωνίδα τα στενά μα και τους Μαραθώνες.

Κι όσο τα χρόνια θα περνούν, και νέοι δάσκαλοι, θα ‘ναι οι οδηγοί σου…
πάντα θα περιμένουμε εδώ… στην πόρτα… απ’ το κρυφό σχολειό σου…
πάντα εδώ να έρχεσαι, όταν θα σε πληγώνουν…
όταν το κράτος σε χτυπά, γιατί είχες μέσα το Έθνος…
όταν θα σε προδώσουνε και ολιγοψυχήσεις…
όταν θα σε πολιορκήσουνε οι ξένοι στη Ομόνοια…
όταν θα βεβηλώσουνε όλη την ιστορία…
και θα σε διώξουν οι ιερείς, μακριά απ’ τη θρησκεία…
Όταν θα κινδυνεύσει η Θράκη μας, η Κύπρος, το Αιγαίο…
κι όταν θα προδώσουνε κάθε στρατιώτη νέο…
όταν πια τα όνειρα θα γίνουν εφιάλτες…
και εσύ πια θα ‘σαι μοναχός, χωρίς μεγάλων πλάτες…

ΕΛΑ …θα περιμένουμε πάντα εδώ, ως δεύτεροι γονείς σου…
να σου χαρίσουμε το «ευ ζην» που έψαχνες ματαίως,
μέσα σε πλούτοι και πολιτικούς, σε δόξα… σ’ απληστία…
μα σίγουρα δεν ξέχασες, πως είναι αλλού η ελευθερία…
Θυμάσαι το σου έμαθαν μια μέρα στα σχολεία;;
θυμάσαι που εκρύβεται του Έλληνα η ανδρεία;;
Μα ναι… θυμάσαι…
δάκρυσες, σαν βρήκες την αλήθεια
και ύμνο έναν φώναξες, μαζί με μας ως ΕΝΑΣ:
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένοι των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα ανδρειωμένοι, Χαίρε, ω! Χαίρε ελευθεριά!
είπες… και σε λυγμούς εξέστασες…».

Έλα …μη κάθεσαι λεπτό… μον’ κάνε το σταυρό σου…
και σαν το Λεωνίδα φώναξε να ακούσουν τον θυμό σου…:
«Μολών λαβέ» θέλω να πεις, … να γράψεις ιστορία…
να δείξεις έμπρακτα ξανά, πως είσαι Ελλήνων γόνος…
που δεν προσκύνησε ποτέ, δεν έκανε τη χάρη σε κανέναν…
δεν κιότεψε… δεν ξέχασε καμιά γενοκτονία…
και έτσι ποτέ δεν πίστεψε σε ελληνοτουρκική φιλία…
δείξε πως στο σχολειό σου μάθανε Ποια είναι η Ελλάδα…
σου μάθαν να ‘χεις μέσα σου μονάχα την Παλλάδα…
αυτή που φύλασσε τη σκέψη της με κράνος της σοφίας…
που ζύγιζε στον πόλεμο, τι ειν’ ηθικόν και πρέπον…
κι ασπίδα είχε μέσα της τη γνώση, την αλήθεια…
Πολέμησε στον βράχο της… και γίνε Παρθενώνας…
που θα ‘χει μέσα την Αγιά Σοφιά, ναοί κι οι δυό Σοφίας…

Μα όλα αυτά για να συμβούν, μέσα από τα σχολεία…
θα πρέπει πρώτα δάσκαλε να θυμηθείς ποιος είσαι,…
να θυμηθείς τον ρόλο σου… που χρόνια ‘χεις ξεχάσει…
γιατί και εσένα πρόδωσε ακόμη κι ο εαυτός σου…
κάνε και πάλι το σωστό… μιμήσου τους Μεγάλους
του Γένους μας δασκάλους…
Και μην ξεχνάς πως το Έθνος μας σε έχει πάλι ανάγκη…

Μέσα από σένα αύριο, η λευτεριά θε να ‘ρθει…
Γι’ αυτό το βράδυ, αντί για προσευχή, κράτησε έναν λόγο…
αυτόν που ο Παλαμάς προέτρεψε στο δάσκαλό σου Ελλάδα:
«Σμίλεψε πάλι δάσκαλε ψυχές
Κι ότι σ΄ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου
Μην τ’ αρνηθείς! θυσίασέ το, ως τη στερνή πνοή σου!
Χτίστ’ το παλάτι δάσκαλε Σοφέ!

Κι αν λίγη δύναμη μεσ’ το κορμί σου μένει, Μην κουρασθείς…
Ειν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά
ο πόλεμος να μην μπορεί να τα γκρεμίσει!
Σκάψε βαθειά… Τι κι αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί Τα βάρη που κρατάς σαν άτλαντας στην πλάτη
ΥΠΟΜΟΝΗ! Χτίζε σοφέ… της Κοινωνίας το παλάτι!»

aioniaellinikipisti.blogspot.gr

Πηγή: MacedoniaHellenicLand

Madžiri, madjiri, ματζίρι – Πως δημιουργήθηκε η γλώσσα του κράτους των Σκοπίων

Του Καθ Σπυρίδωνα Σφέτα

Βασικό συστατικό στοιχείο για τη συγκρότηση του έθνους αποτέλεσε η κωδικοποίηση μιας λόγιας σλαβομακεδονικής γλώσσας. Καθώς δεν υπήρχε μια γραπτή παράδοση, η προσκόλληση είτε προς τη βουλγαρική είτε προς τη σερβική για την παραλαβή δανείων ήταν απαραίτητη. Στην επίσημη προπαγάνδα η σλαβομακεδονική χαρακτηρίστηκε «ως η γλώσσα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου» και επισημάνθηκε η σημασία της για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο, ενώ τα κείμενα των αδελφών Miladinovi, Parlicev, Zinzifov στο 19ο αιώνα μεταβαπτίστηκαν σε σλαβομακεδονική λογοτεχνική παραγωγή

Συγκροτήθηκε μια πρώτη επιτροπή για το γλωσσικό που διεξήγαγε τις εργασίες της από τις 27 Νοεμβρίου μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου 1944. Ως κατάλληλη διάλεκτος για βάση της υπό διαμόρφωση γλώσσας επιλέχτηκε η κεντρική διάλεκτος του Prilep-Monastir ως λιγότερο διαβρωμένη από τη σερβική και τη βουλγαρική. Για το ζήτημα αυτό δεν υπήρξαν σοβαρές διαφωνίες. Το φλέγον ζήτημα αποτέλεσε η σύνταξη του αλφαβήτου και του συστήματος ορθογραφίας. Η επιτροπή κατέληξε τελικά στο ακόλουθο αλφάβητο ως το πλέον κατάλληλο για τη φωνητική της σλαβομακεδονικής:

Το αλφάβητο αυτό ικανοποιούσε και τους διανοούμενους που προέρχονταν από τη Βουλγαρία και προσχώρησαν στους παρτιζάνους της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, όπως για παράδειγμα τον ποιητή Venko Markovski, τον δημοσιογράφο Vasil Ivanovski και τον Pavel Satev, που ως νεαρός αναρχικός γεμιτζής το 1903 είχε συμμετάσχει στην ανατίναξη του γαλλικού πλοίου Quadalkivir στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και εξοριστεί από τους Οθωμανούς στη Ζαχάρα. Μετά τη χορήγηση αμνηστίας από τους Νεότουρκους αναχώρησε για τις Βρυξέλλες, όπου σπούδασε Νομικά. Υπήρξε μέλος της φεντεραλιστικής πτέρυγας της βουλγαρομακεδονικής κίνησης και σοβιετικός κατάσκοπος στη Βουλγαρία του Μεσοπολέμου και αργότερα ως μέλος της εθνικο-επαναστατικής πτέρυγας της VMRO (Ενωμένης) ήρθε το 1929 σε ρήξη με την κομμουνιστική πτέρυγα του Vlahov. Ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης στη Βουλγαρία στις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη από τη βουλγαρική αστυνομία τον Νοέμβριο του 1941 και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας εγκαταστάθηκε στη σερβική Μακεδονία ως Σλαβομακεδόνας. Σε άρθρο του στη Nova Makedonija με τον τίτλο «Μακεδονικό κράτος, έθνος και κουλτούρα», θεωρώντας ότι η πρώτη επιτροπή είχε λύσει το γλωσσικό, έκρινε ως αναγκαία την ανάπτυξη μιας κουλτούρας για την εμπέδωση του έθνους.

Αντιρρήσεις στο προταθέν αλφάβητο εξέφρασε κυρίως ο Σερβομάνος φιλόλογος Blaze Koneski που επισήμανε ότι το ζήτημα δεν ήταν μονάχα φιλολογικό, αλλά και πολιτικό και τάχθηκε υπέρ της υιοθέτησης του σερβικού αλφαβήτου του Vuk Karadzic με την εισαγωγή των σερβικών C, Dj και τον εξοβελισμό του τυπικού βουλγαρικού φωνήεντος Ъ (ερ γκολιάμ). Με μια τέτοια λύση δεν συμφωνούσαν όσοι προέρχονταν από τη Βουλγαρία, όπως ο ποιητής Venko Markovski, γνωστός από το «μακεδονικό λογοτεχνικό κύκλο» της Σόφιας, που στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προσχώρησε στους παρτιζάνους. Υποστήριξε ότι η νέα γλώσσα έπρεπε να είναι αντιπροσωπευτική και των τριών τμημάτων της Μακεδονίας. Λόγω των διαφωνιών που ερμηνεύονταν ως έχουσες άμεσες πολιτικές διαστάσεις, το ΚΚΜ απέστειλε στις 8 Δεκεμβρίου 1944 την ακόλουθη επιστολή προς το ΚΚΓ, ζητώντας τη συνδρομή Σοβιετικών φιλολόγων.

«Αγαπητοί σύντροφοι, έχουμε μεγάλες δυσκολίες στο ζήτημα του μακεδόνικου αλφαβήτου και της γλώσσας. Οι δυνάμεις μας δεν είναι σε θέση να λύσουν το ζήτημα αυτό όπως πρέπει. Επιβάλλεται να μας βοηθήσετε να μας έρθουν οι Σοβιετικοί φιλόλογοι-Derzavic και Bernstein που γνωρίζουν τη μακεδόνικη μας γλώσσα και εξέφρασαν την επιθυμία να μας βοηθήσουν.
Στο Προεδρείο του ASNOM διεξήχθηκε πολύ σοβαρή συζήτηση σχετικά με το αλφάβητο μας και εμφανίστηκαν διάφορες τάσεις που μπορούν να επιδράσουν πολύ άσχημα στην πολιτική ζωή του λαού μας. Διάφορα στοιχεία που ακόμα δεν εξοικειώθηκαν με την ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία θα μπορούσαν να επωφεληθούν και να αποπειραθούν να εκμεταλλευτούν το ζήτημα του αλφαβήτου για να διχάσουν το λαό και να τον αποκόψουν από την ομό-σπονδη Γιουγκοσλαβία.
Προσωρινά καταφέραμε να απομακρύνουμε αυτόν τον κίνδυνο, αποφασίζοντας να εργαστούν οι φιλόλογοι μας στο ζήτημα της γλώσσας και του αλφαβήτου μέχρι να φθάσουν οι Σοβιετικοί φιλόλογοι με τη βοήθεια των οποίων θα καθοριστεί τελικά το αλφάβητο και η γλώσσα μας. Δεν θα ήταν άσχημο, αν θα στέλνατε κάποιον καλό φιλόλογο από το Βελιγράδι που να εργαστεί για κάποιο χρονικό διάστημα μαζί μας…».

Το ΚΚΓ ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και έστειλε στα Σκόπια όχι Σοβιετικούς φιλολόγους, αλλά τον Σέρβο φιλόλογο Vojslav Hie, ο οποίος έφθασε στα τέλη Δεκεμβρίου 1944. Η άφιξη του στα Σκόπια κατά το διάστημα της δεύτερης συνόδου του ASNOM (28-30 Δεκεμβρίου 1944) δεν ήταν τυχαία. Όπως είναι γνωστό, στη δεύτερη σύνοδο παραβρέθηκε ως εκπρόσωπος του ΚΚΓ ο Edvard Kardelj που επισήμανε τον κίνδυνο απόσχισης της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από τη Γιουγκοσλαβία. Συγκροτήθηκε δεύτερη φιλολογική επιτροπή για το γλωσσικό που διεξήγαγε τις εργασίες της από τις 15 Φεβρουαρίου μέχρι τις 15 Μαρτίου 1945. Στην επιτροπή συμμετείχε και ο Hie. Στην εισήγηση του ο Markovski έκρινε ως μη αναγκαία τη συγκρότηση μιας δεύτερης επιτροπής πριν την άφιξη των σοβιετικών φιλολόγων, τάχθηκε εναντίον της εισαγωγής των σερβικών c, dj για επιστημονικούς και πολιτικούς λόγους και επανέλαβε ότι η νέα γλώσσα έπρεπε να είναι αντιπροσωπευτική και των τριών τμημάτων της Μακεδονίας. Αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την κομματική γραμμή που τη χαρακτήρισε ως έκφραση ενός συγκεκαλυμένου σωβινισμού, εννοώντας προφανώς του μεγαλοσερβισμού. Εναντίον του Markovski επιτέθηκε η Liljana Calovska, σύζυγος του Kolisevski, που κάλεσε τον ποιητή να πειθαρχήσει στο κόμμα.

Για να αποφευχθεί μια ανοικτή ρήξη, στα μέσα Μαρτίου 1945 ο Milovan Djilas ως υπεύθυνος του τμήματος κινητοποίησης και προπαγάνδας στην ΚΕ του ΚΚΓ έστειλε στα Σκόπια τον αναπληρωτή του Radovan Zogovic. Σκοπός του Zogovic ήταν να ενισχύσει το κύρος του Koneski. Το τμήμα κινητοποίησης και προπαγάνδας κάλεσε εσπευσμένα στο Βελιγράδι τον Markovski, τον Koneski και την Veselina Malinska, υπεύθυνη του τμήματος κινητοποίησης και προπαγάνδας στο Γενικό Επιτελείο της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Στο Βελιγράδι οι Koneski, Markovski και Malinka έγιναν δεκτοί από τον Djilas και τέσσερις Σέρβους φιλολόγους. Σκοπός της συνάντησης ήταν η εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης. Ο Μαυροβούνιος Djilas δέχτηκε τελικά να μην εισαχθούν τα σερβικά γράμματα 6 dj και ο Markovski με τη σειρά του συμβιβάστηκε με τον εξοβελισμό του βουλγαρικού ερ γκολιάμ Ъ. Τα σερβικά γραφήματα lj, nj, j, dz και το παλαιο-εκκλησιαστικό σλαβονικό S (dz) διατηρήθηκαν.

Συγκροτήθηκε μια τρίτη φιλολογική επιτροπή που απλά επικύρωσε τις αποφάσεις του Βελιγραδίου. Επρόκειτο για μια πολιτική λύση που επιβλήθηκε από το Βελιγράδι. Η λύση αυτή φυσικά δυσαρέστησε τους Markovski, Satev και τον Ivanovski που ήταν και ο αρχισυντάκτης της Nova Makedonija από την πρώτη της έκδοση στις 29 Οκτωβρίου 1944.

Τον Ιανουάριο του 1946 εκδόθηκε και η πρώτη συνοπτική γραμματική της γλώσσας σε 16.000 αντίτυπα. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε και το Πανεπιστήμιο «Κυρίλλου και Μεθοδίου» των Σκοπίων. Η Φιλοσοφική Σχολή είχε από την αρχή Έδρα των Νοτιο-σλαβικών Γλωσσών, στην οποία ανήκε και το «Σεμινάριο Μακεδονικής Γλώσσας». Στα τέλη του 1946 συγκροτήθηκε και ο «Σύλλογος Λογοτεχνών της Μακεδονίας». Κατά τα έτη 1945-1946 θεμελιώθηκαν επίσης το Εθνικό Θέατρο, η Όπερα και ο Κινηματογράφος, άρχισε την τακτική λειτουργία του ο ραδιοφωνικός σταθμός Σκοπίων, δημοτικά επικά τραγούδια, αναφερόμενα στους αγώνες των κομιτατζήδων κατά των Οθωμανών, διατήρησαν το παλιό φόντο, αλλά προσαρμόστηκαν και σημειολογικά και εννοιολογικά στα νέα δεδομένα: τη θέση των Οθωμανών πήραν οι Βούλγαροι ή οι φασίστες και τη θέση των κομιτατζήδων οι «Μακεδόνες» ή οι παρτιζάνοι. Επρόκειτο για μέτρα έκτακτης ανάγκης που όμως συνέβαλαν στην εμπέδωση της νέας γλώσσας. Βασικός μοχλός για τη διάδοση της γλώσσας ήταν φυσικά ο μηχανισμός του σχολείου και η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.

ΠΗΓΗ: Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, Βάνιας, 2003, σελ 183-188. Βιβλιογραφία, πηγές και παραπομπές στο βιβλίο.

Πηγή: Akritas2011

Προϊστορία και προϋποθέσεις δημιουργίας της αλεξανδρινής κοινής

Το γεγονός που έδωσε την αποφασιστική ώθηση στην πανελλήνια αναγνώριση της αττικής διαλέκτου, υπήρξε η ανάδειξη στη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα μιας νέας ηγετικής δύναμης στον ελληνικό κόσμο, της Μακεδονίας. Οι επαφές της μακεδονικής αυλής με τον αθηναϊκό πολιτισμό είχαν ξεκινήσει από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Τον 4ο αιώνα ο βασιλιάς Φίλιππος ο Β΄ καθιέρωσε την αττική διάλεκτο ως επίσημη γλώσσα της Μακεδονίας, ενώ με τις κατακτήσεις (334-323 π.Χ.) του Μεγάλου Αλεξάνδρου η ελληνική παιδεία και η ελληνική γλώσσα διαδόθηκαν στη Μικρά Ασία, τη σημερινή Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, αφενός μέσω της εγκατάστασης Ελλήνων στις κατακτημένες χώρες και αφετέρου μέσω μιας διαδικασίας εξελληνισμού των ντόπιων πληθυσμών. Η τελευταία αυτή διαδικασία στη μεν Μικρά Ασία προχώρησε σε βάθος, ενώ σε περιοχές των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίες ήταν πιο απομακρυσμένες από την κυρίως Ελλάδα και γενικότερα τον χώρο του Αιγαίου, όπως η Αίγυπτος, η Συρία κλπ. ο γλωσσικός και πολιτισμικός εξελληνισμός υπήρξε πιο περιορισμένος.Γεγονός παραμένει πάντως ότι η ελληνική γλώσσα με τη μορφή της αλεξανδρινής κοινής, η οποία είχε ως βάση την αττική διάλεκτο, κυριάρχησε στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου ως γλώσσα πολιτισμού, και προφορικής και γραπτής επικοινωνίας και συναλλαγών μεταξύ των πληθυσμών της περιοχής. Κατέστη δηλαδή «διεθνής» γλώσσα της εποχής. Η σημασία της καταδεικνύεται μεταξύ άλλων και από το γεγονός της μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Ιουδαίων της διασποράς (η μετάφραση των «Εβδομήκοντα»), αλλά και από το γεγονός ότι τα ιερά κείμενα της νέας θρησκείας του χριστιανισμού (Καινή Διαθήκη), συντάχθηκαν τα περισσότερα μάλλον απευθείας στην ελληνική με τη μορφή της αλεξανδρινής κοινής.

Ολόκληρο το κείμενο: Νίκος Παντελίδης (2007), Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/history/thema_14/index.html

Πηγή: history-of-macedonia

Η ιδιάζουσα συγγένεια της Αρχαίας Μακεδονικής προς την κοινή Νέα Ελληνική

Στό ζήτημα τοῦ πλήρους καί ἐμπε­ρι­στα­τωμένου καθορισμοῦ τῆς ταυτότητας τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων, ἡ ἀκαδημαϊκή, νεο­γραμματικῶν κατευθύνσεων ἱστορική γλωσσολογία, παρά τήν συμβολή της στήν διασάφηση πολλῶν ἐπί μέρους ζητημάτων, ἔχει ἀναδείξει ἀνάγλυφα καί ὅλες τίς ἀνακολουθίες καί τίς προβληματικές πλευρές τῆς μηχανιστικῆς της μεθοδολογίας.Γιά τούς μή ἐνημερωμένους περί τά τῆς νεογραμματικῆς θεωρίας, ἐπισημαίνουμε ὅτι, δέσμια τοῦ νευτώνειου πνεύματος τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνα, καί γυρεύοντας νά διατυπώσῃ αὐστηρούς, οἱονεί «φυσικούς» νόμους πού (ὑποτίθεται ὄτι) διέπουν τήν γλωσσική ἐξέλιξη, ὡδηγήθηκε σέ στρέβλωση καί βιασμό τῶν ἀντικειμενικῶν γλωσσικῶν πραγματικοτήτων καί στήν κατασκευή ἑνός ἰδεατοῦ, γραμμικοῦ, προκρούστειου προτύπου.

Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν μακεδονική διάλεκτο, ἡ νεογραμματική θεωρία, ἀρνούμενη νά ἀποδεχθῆ ὅτι φωνολογικές ἐναλλαγές τοῦ τύπου φ-β (Φίλιππος – μακεδ. Βίλιππος), θ-δ (αἰθρία – μακεδ. ἀδραία), χ-γ (ἄχερδος – μακεδ. ἀγέρδα) κ.λπ. μπορεῖ νά εἶναι ἐνδογενοῦς χαρακτῆρα καί νά ἀποτελοῦν ἀπότοκο ἐσωτερικῶν ἐξελίξεων στό πλαίσιο τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου ἤ εὐρύτερα τῆς καθ’ ὅλου ἑλληνικῆς, τίς ἀποδίδει σέ ξενικές ἐπιδράσεις ἤ καί στό γεγονός ὅτι ἡ «μακεδονική» στό σύνολό της εἶναι μιά ξένη γλῶσσα, ἡ ὁποία τρέπει τά ἰνδοευρωπαϊκά μέσα δασέα bh, dh, gh σέ β, δ, γ (: b, d, g) καί ὄχι φ, θ, χ ὅπως ἡ ἀρχαία ἑλληνική: “Βλέπουμε λοιπόν ὅτι στά Μακεδονικά τό bh ἀντί τοῦ φ γίνεται β, π.χ. στό ὀφρύες τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν διαλέκτων ἀντιστοιχεῖ τό μακεδονικό ἀβροῦFες (καί ἀβροῦτες), στό ἑλληνικό κεφαλά ἀντιστοιχεῖ τό μακεδονικό κεβαλά, […] στό ἑλληνικό φαλακρός ἀντιστοιχεῖ τό μακεδονικό κύριο ὄνομα Βάλακρος. Πβ. ἀκόμα Βερενίκη ἀντί Φερενίκη κ.ἄ.” (Ἀ. Θαβώρης, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, Ἰωάννινα, 1971, σ. 47)

Ὁ Γ. Μπαμπινιώτης (“Η θέση της Μακεδονικής στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους”, στό Η γλώσσα της Μακεδονίας, σ. 176-177), παρατηρεῖ: “Σε μελέτη μου «Mediae question in Ancient Macedonian Greek reconsi-dered» υποστηρίζω ότι η φωνητική αξία των β, δ, γ της Μακεδονικής ήταν εκείνη των ηχηρών διαρκών συμφώνων [..] και όχι των ηχηρών κλειστών [..], πράγμα που τοποθετεί το όλο πρόβλημα του φωνολογικού συστήματος των συμφώνων της Μακεδονικής επί νέας βάσεως. [..] η αβασάνιστη αντίληψη περί της υφής των β, δ, γ ως b, d, g […] πρέπει να αναθεωρηθεί [..] Φαινόμενα όπως η εναλλαγή των β και F σε λακωνικές (δωρικές) επιγραφές του 4ου π.Χ. αι. (προβειπάhας = προFειπάσας) δείχνουν τάσεις πρώιμης εμφανίσεως της αποκλειστοποίησης σε αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Άρα η μακεδονική διάλεκτος [..] προηγήθηκε σε εξελίξεις που σφράγισαν τη φωνολογική φυσιογνωμία ολόκληρης της νεότερης ελληνικής γλώσσας από των μεταγενεστέρων χρόνων και ιδίως κατά την περίοδο της Αλεξανδρινής Κοινής.”

Γιά ὅσους δέν εἶναι ἐξοικειωμένοι μέ τήν εἰδική ὁρολογία τῆς ἱστορικῆς γλωσσολογίας σημειώνουμε ὅτι αὐτό πού ὑποστηρίζεται ἐν ὀλίγοις εἶναι ὅτι τά ἀρχαῖα μακεδονικά β, δ, γ ταυτίζονταν μέ τά σημερινά νεοελληνικά β, δ, γ. Μόνο πού ὁ Γ. Μπαμπινιώτης σέ μιά προφανῆ προσπάθεια νά διασώσῃ τό κῦρος τῆς νεογραμματικῆς θεωρίας μιλάει γιά «τάσεις πρώιμης εμφανίσεως της αποκλειστοποίησης», τήν στιγμή πού ἡ φωνολογική συμπεριφορά τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου δείχνει νά ἀνάγεται σέ πολύ παλαιότερες περιόδους (ἀσφαλῶς πρό τοῦ 2.000 π.Χ.), ἀφοῦ συγγενεύει (ἄν δέν ταυτίζεται) μέ τήν φωνολογική συμπεριφορά τῆς λεγομένης «προ»ελληνικῆς, τῆς ὁποίας ἡ φωνολογική συγγένεια πρός τήν νέα ἑλληνική ἔχει καί στό παρελθόν ἐπισημανθῆ ἀπό τόν ὑποφαινόμενο.

Ἔχει ὅμως ἰδιαίτερη σημασία ὅτι τώρα πλέον ἡ ἐπισήμανση τῶν χαρακτηριστικῶν αὐτῶν τῆς λεγομένης «προ»ελληνικῆς ἐν συναρτήσει πρός τά τῆς νέας ἑλληνικῆς γίνεται ἀπό ἕναν ἐπιστήμονα πού εἶναι βαθύς γνώστης τῆς καθ’ ὅλου ἑλληνικῆς, στήν μακρά της διαδρομή ἀπό τήν μυκηναϊκή καί κλασική ἑλληνική μέχρι τήν μεσαιωνική καί τήν νεώτερη. Ὁ Ἰ. Προμπονᾶς στήν μελέτη του «Φωνητικά φαινόμενα της «προελληνικής» στη νέα ελληνική;» (Ευεργεσίη, Τόμος χαριστήριος στον Παναγιώτη Ι. Κοντό, τ. Α΄, σ. 153 – 167) ἐπισημαίνει μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Επομένως, στην περίπτωση της εναλλαγής α-ε κοντά στα υγρά και έρρινα έχουμε να κάμουμε με μια τάση που χαρακτηρίζει την ενιαία ελληνική γλώσσα από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Η εναλλαγή α-ε δεν είναι χαρακτηριστικό της καλουμένης «Προελληνικής». Η καλουμένη «Προελληνική» ως προς το φαινόμενο αυτό ταυτίζεται με την Ελληνική» (σ. 161). Καί παρακάτω: «Δεν γνωρίζουμε τι ήταν οι Κύδωνες, οι μεγαλήτορες Ἐτεόκρητες και οι δῖοι Πελασγοί. Τίποτε δεν αποκλείει να ήσαν παλαιοί Έλληνες των οποίων η γλώσσα ηχούσε στα ώτα των άλλων Ελλήνων παράξενα και ενδεχομένως ως ξένη. Θα προσκομίσω ένα παράλληλο από την μακραίωνα ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Εδώ και χρόνια γίνεται κοινώς παραδεκτό ότι η Τσακωνική διάλεκτος είναι άμεση συνέχεια της μεταγενέστερης Λακωνικής. Έως ότου όμως Έλληνες και ξένοι επιστήμονες αποδείξουν την ελληνική καταγωγή της Τσακωνικής, η διάλεκτος αυτή ακόμη και από τους λογίους εθεωρείτο σλαβικό ιδίωμα…» (σ. 163).

Κάτι ἀνάλογο νομίζουμε συνέβαινε μέ τούς ἀρχαίους Μακεδόνες καί τήν ἀρχαία μακεδονική, οἱ ὁμοιότητες τῆς φωνητικῆς συμπεριφορᾶς τῆς ὁποίας μέ αὐτήν τῆς λεγόμενης «προ»ελληνικῆς τό πιθανώτερο εἶναι ὅτι ἀνάγονται σ’ ἕνα παλαιότατο πρωτοελληνικό (γραικικό) ὑπόστρωμα, καί ἑπομένως ὀφείλονται στό ὅτι ἡ γραικική γλῶσσα, ἡ κατά τήν γνώμη μας διαδεδομένη στόν ἑλλαδικό καί μικρασιατικό χῶρο πολύ πρό τοῦ 2.000 π. Χ., διέθετε ἠχηρά τριβόμενα β, γ, δ καί ἄηχα τριβόμενα φ, χ, θ, τά ὁποῖα ἐναλλάσσονται μέ καταπληκτική εὐκολία τόσο στήν λεγόμενη «προ»ελληνική, ὅσο καί στήν νέα ἑλληνική. [ ]

Τήν ἁλυσίδα τέτοιων «παράδοξων», πλήν διαπιστωμένων φωνητικῶν μεταβολῶν (πού, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, μποροῦν νά παράσχουν μιά διαφορετική ἐξήγηση γιά τό φαινόμενο τῶν χειλοϋπερωικῶν, πρβλ. ὅπως – ὅκως / lupus – λύκος κ.τ.τ.) εἴμαστε σέ θέση νά ἀνιχνεύσουμε καί σέ λέξεις τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου ἐπιβεβαιώνοντας μέ τήν γλῶσσα τῶν πραγμάτων καί ὄχι τῶν ὑποθετικῶν νόμων καί ὁλιστικῶν, σχηματικῶν θεωριῶν, ὅτι πράγματι ἡ μακεδονική, ὡς ἕνα ὀργανικό μέλος τῆς πρωτοελληνικῆς / γραικικῆς διέθετε ἠχηρά τριβόμενα β, γ, δ καί ἄηχα τριβόμενα φ, χ, θ, ὅπως καί ἡ νέα ἑλληνική.

• Τό μακεδονικό ὄνομα ψαριοῦ «σφύραινα» πού ἀντιστοιχεῖ κατ’ ἄλλους στήν ζαργάνα, καί κατ’ ἄλλους στό ψάρι λοῦτσος, παρουσιάζεται στίς διάφορες ἑλληνικές περιοχές μέ τούς τύπους σφύρινα Πελοπν. (Μονεμβ.) σφύναιρη Κάλυμν. Λειψ. σφύνουρα Σάμ. σφύναρα Λέρ. σφύρνα Καστελόρρ. Κύθν. Μῆλ. Σύμ. Χάλκ. Θά συμφωνήσῃ κανείς μαζί μας ὅτι – ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν τό συγκεκριμένο ψάρι ταυτίζεται μέ τήν ἀρχαία σμύραινα καί μύραινα, κ.ν.ἑ. σμέρνα – ἡ ὀνομασία φαίνεται νά ἀποτελῇ ἐναλλακτική ἐξέλιξη μιᾶς ρίζας πού μοιάζει νά ἀντιστοιχῇ στό σημαινόμενο «ἐπίμηκες ὀφιοειδές ψάρι». Τήν συγγένεια τῶν σφύραινα καί σμύραινα ἐπιβεβαιώνουν οἱ πάμπολλοι νεοελληνικοί τύποι γιά τό ψάρι σμέρνα (προφ. ζμέρνα), ὅπως σμύραινα, σμύναιρα, σμύρναιρα, σμύνιαιρα, σμυνιαίρα, σμύνιρα, σμύναρα, σμύναιρη, σμυναριά, σμυρναριά, ἀσμύναιρα, ἀζμύναιρα, ἀσμύνναιρα, ἀσμυναριά, ἀσμυναργιά, ἀζμυ-ναργιά, ἀσμέρνα, ὀσμύραινα, σμύρνα, ζμύρνα, σμουρούνα, μουρούνα, σφύρνα, σμέρλα, μυνιαίρα, σμύρνιος ὁ, σμυρνιός ὁ, σμερνί τό.

Ἐν τούτοις, ἀκόμα καί βάσει τῆς νεο-ελληνικῆς φωνητικῆς λογικῆς, μιά τροπή μ > φ (ἤ φ > μ) εἶναι ἀπίθανη, ὁπότε πρέπει νά ὑποτεθῇ ὅτι τῆς διτυπίας σφύραινα – σμύραινα ὑπόκειται ἐνδιάμεσος τύπος *σβύραινα ὁ ὁποῖος εἶναι σέ θέση νά ἑρμηνεύσῃ τήν μετάβαση ἀπό τόν ἕνα φθόγγο στόν ἄλλο μέσῳ τοῦ ἠχηροῦ τριβομένου β, κατά τό σχῆμα φ > β > μ ἤ μ > β > φ. Εἶναι ἐνδεικτικό τῆς ἀξίας καί τῆς σημασίας τῶν μαρτυριῶν τῆς νέας ἑλληνικῆς, ὅτι τό ἐνδιάμεσο αὐτό στάδιο τῆς φωνητικῆς ἀξέλιξης κάνει τήν ἐμφάνισή του στούς (κατά τήν γνώμη μας ἀπολιθωματικούς) τύπους σβέρνα Κορσ. Πελοπν. (Λάγ.) ζbέρνα Μεγαν. (Κατωμέρ.) (= ἡ σμέρνα). Ἕνα ἐπί πλέον συμπέρασμα πού μπορεῖ νά ἐξαχθῇ ἀπό τήν παραπάνω συλλογιστική – ἐάν βεβαίως εὐσταθῇ – εἶναι ὅτι ἡ μακεδονική διάλεκτος δέν παρουσιάζει, ὅπως θά ἦταν ἀναμενόμενο, τύπο *σβύραινα, ἀλλά τύπο σφύραινα, πρᾶγμα πού ἐνδεχομένως σημαίνει ὅτι ἡ τροπή φ > β (π.χ. Φίλιππος > Βίλιππος) δέν μπορεῖ νά διεκδικῇ τήν ἰσχύ νόμου.

• Τό ἀρχαῖο μακεδονικό ὄνομα Βρομερός (πρβλ….στρατεύει ἐπὶ Ἀρριβαῖον τὸν Βρομερόν, Λυγκηστῶν Μακεδόνων βασιλέα… Θουκ. Δ 83) παραπέμπει κατά τήν γνώμη μας στό κ.ν.ἑ. βρομερός (= βρόμικος, ρυπαρός), εἶναι δέ ἐνδεικτική τῆς ἰδιαιτερότητας τῆς γραικικῆς / πρωτοελληνικῆς παράδοσης καί τοῦ ἡμιλανθάνοντος χαρακτῆρα της, ἡ παρατήρηση τοῦ ἀττικιστῆ Φρυνίχου (2ος αἰ. μ.Χ.): «βρῶμος. πάνυ ἐζήτηται, εἰ χρὴ λέγειν ἐπὶ τῆς δυσωδίας. μέχρι οὖν εὑρίσκεται ἐπὶ δυσωδίας ἄχαριν ὀσμὴν λέγε ὥσπερ οἱ κωμῳδοποιοί.». Κοντολογίς, παρά τήν ἐργώδη, μακρόχρονη ἔρευνα γιά τό κατά πόσον ἡ λέξη βρόμος, βρόμα κ.τ.λ. εἶναι ἀττικῆς προελεύσεως – πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι τόν 2ο μ.Χ. αἰ. ἡ λέξη χρησιμοποιοῦνταν παγκοίνως ὅπως σήμερα – δέν βρέθηκε κάποιο στοιχεῖο «νομιμοποιητικό» τῆς χρήσης της, ὁπότε καλό εἶναι νά ἀποφεύγεται «μέχρι νεωτέρας»!

Ἕνας στοιχειωδῶς σκεπτόμενος ἄνθρωπος μπορεῖ νά καταλάβῃ μέσα ἀπ’ αὐτήν τήν σύντομη παρατήρηση τοῦ Φρύνιχου τό εἶδος τῆς περιφρόνησης πού ἐπεφύλαξε γιά τό πιό ζωντανό καί πιό βαθύ ὑπόστρωμα τῆς γλωσσικῆς καί πολιτισμικῆς μας ὕπαρξης ἡ ἀττικιστική (καί ὄχι ἀττική) μικρόνοια καί δοκησισοφία.

Ὅσον ἀφορᾷ στήν ἐτυμολογική διερεύνηση τῆς λέξης, παρακάμπτοντας τίς κατά τήν γνώμη μας μή ἱκανοποιητικές ἀναγωγές στά βρομῶ, βρόμος (= ἰσχυρός κρότος) ἤ βρῶμα (= φαγέδαινα τοῦ στόματος), θά ἀποτολμούσαμε μιά ἐνδοσυγκριτική συσχέτιση τῆς λέξης πρός τά φλόμος, φλομίζω, φλομιάζω, φλομώνω πού, ὅπως ἐπισημάναμε προηγουμένως, παραπέμπουν στά ἀ.ἑ. πλεύμων, πνεύμων, ν. ἑ. πλεμόνι, φλεμόνι καί στό ἄμεσα μέ αὐτά συνδεδεμένο αἴσθημα τῆς ἀσφυξίας λόγῳ καπνοῦ, δυσωδίας, κ.λπ. [πρβλ. τήν κοινή φράση μᾶς φλόμωσες (= μᾶς βρόμισες), σφλομίζου (= βρομίζω: ἀρχίνεψ’ τό πορδιό τσαί μᾶς σφλόμ’σε) Στερελλ. (Δεσφ.)]. Ἐνισχυτική τῆς παραπάνω ἄποψης εἶναι ἡ σύμπτωση τῆς σημασίας τοῦ βρομίζω ὡς «βρίθω», «εἶμαι γεμᾶτος» [πρβλ. «βρωμάει ὁ κόσμος – ὁ τόπος ἀπὸ τὸ δεῖνα πρᾶμα (ἐπὶ ἀφθονίας πράγματός τινος)»] πρός αὐτήν τοῦ φλομίζω, φλομώνω ὡς «γεμίζω» [πρβλ. φλουμών’νι τά χαντάκια νιρό Στερελλ. (Ἀχυρ.) φλόμουσις λάσπις τά ροῦχα σ’ Θεσσ. (Ἀνατ.) Αὐτό τό τυρί φλούμισε σκουλήκια / φλούμισε ὁ τόπος ἀκρίδες Ἤπ. (Κατσανοχ.) φλούμιαξαν οἱ ψεῖρις στού κουρμί μ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θά φλουμνιάξ’ τού σταφύλ΄’ φέτου Στερελλ. (Αἰτωλ.) σιφλομώνω (= ὑπερπληροῦμαι, χορταίνω, «τήν τυλώνω») Πελοπν. (Κυνουρ.) κ.λπ.] [ ]

• Ἡ παρουσία τοῦ ὀδοντικοῦ στό μακεδονικό ἀβροῦτες (: ὀφρῦς), ἀλλά καί ἡ ὁμοιότητά του πρός τύπους τῆς νέας ἑλληνικῆς ὅπως βρύδι Κύπρ. ἀφρούδι Κρήτ. φρύτ’ Καππ. ὑποβάλλει τήν ἐντύπωση εἴτε ὅτι μιά μορφή τοῦ ὑποκοριστικοῦ τοῦ ὀφρύς, «ὀφρύδιον» – ἀπό τό ὁποῖο θεωρεῖται ὅτι προέρχεται καί τό ν. ἑ. φρύδι – ὡδήγησε στήν μορφοποίηση τοῦ μακεδονικοῦ τύπου, εἴτε – τό καί πιθανώτερο κατά τήν ἄποψή μας – ὅτι τό ὀδοντικό ἀποτελεῖ ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ρίζας, πού διατηρήθηκε στήν γραικική / πρωτοελληνική.

• Τό μακεδονικό ὄνομα Περδίκκας (καί ὄχι Πέρδιξ, ὅπως θά ἦταν στήν ἀττική διάλεκτο) εἶναι ἐνδεικτικό μιᾶς στενότερης σχέσης πρός τό κ.ν.ἑ. πέρδικα, καί ἴσως δέν εἶναι τυχαῖος ὁ καταβιβασμός τοῦ τόνου στό συνηθέστατο στήν σημερινή Μακεδονία «περδίκα» (= πέρδικα). Ἕνα στοιχεῖο πού ἐνισχύει – καί προάγει – τήν παραπάνω ἐκτεθεῖσα συλλογιστική, εἶναι καί ἡ διαπίστωση ὅτι τό πολύχρωμο ψάρι πέρκα (ἀ. ἑ. πέρκη, περκίς), πού τά ἐντυπωσιακά του χρώματα ἐμφανίζουν μεγάλη ὁμοιότητα πρός αὐτά τῆς πέρδικας, ὀνομάζεται σέ ὡρισμένες περιοχές πέρδικα, πέρdικα, πέρδ’κα, σπέρκα. [ ]

Οἱ ἐπισημάνσεις βέβαια γιά τήν σχέση ἀρχαίας μακεδονικῆς διαλέκτου καί νέας ἑλληνικῆς θά μποροῦσαν νά εἶναι πολύ περισσότερες (πρβλ. μακεδ. βασίλισσα, κοράσιον, κάραβος κ.ἄ.). Ἀλλά καί μέσα ἀπό αύτήν τήν σύντομη ἀναφορά προκύπτει ἀνάγλυφη ἡ οὐσία τῆς ὑπόθεσής μας, ὅτι δηλ. ἡ ἀρχαία μακεδονική διάλεκτος ἀποτελεῖ μιά μορφή τῆς πρωτοελληνικῆς / γραικικῆς, καί μ’ αὐτήν τήν ἔννοια, ἡ ἐπικράτηση τῶν μακεδόνων Ἑλλήνων ἐπί τῶν νοτίων Ἑλλήνων σηματοδοτεῖ τήν ἔναρξη τῆς σταδιακῆς ἀνάδυσης στήν ἐπιφάνεια τοῦ ἡμιλανθάνοντος, δῆθεν «προ»ελληνικοῦ, τῶ ὄντι δέ γραικικοῦ ὑποστρώματος τῆς ἑλ­ληνικῆς, μιά διαδικασία πού συνεχίσθηκε μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο ὥς τίς μέρες μας.

Ἐπειδή δέ τά τρίτοις ἴσα καί ἀλλήλοις ἴσα, ἕπεται ὅτι ἡ συγγένεια ἀρχαίας μακεδονικῆς διαλέκτου καί καθ’ ὅλου νέας ἑλληνικῆς πρός τήν καλουμένη «προ»ελληνική συνεπάγεται μιά ἰδιαίτερη σχέση τῆς νέας ἑλληνικῆς πρός τήν μακεδονική, στενότερη καί ἀπ’ αὐτήν πρός τήν ἀρχαία ἀττική διάλεκτο.

Γι’ αὐτό καί ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας σήμερα, παίρνει τίς διαστάσεις ὑπεράσπισης τῆς ὑπαρκτῆς (ἄν καί μή γραμμικῆς) συνέχειας καί βαθύτερης ἑνότητας τοῦ ἑλληνισμοῦ, καί τῆς ἑλληνικότητας τοῦ αὐθεντικώτερου, συμπαγέστερου, ἀνθεκτικώ­τερου καί οἰκειότερου πρωτογενοῦς πυρῆνα του (τό ὅτι ἡ λαϊκή παράδοση ἀπ’ ὅλους τούς μεγάλους ἄνδρες τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας «θυμᾶται» μόνο τόν Μεγαλέξαντρο καί τήν Γοργόνα τήν ἀδελφή του, πρέπει νά σημαίνῃ κάτι).

Εἶναι καιρός, χωρίς ἀποκοπή ἀπό τήν ἀττική παράδοση, ἀλλά μέ ἀγάπη, σεβασμό καί γνώση γι’ αὐτήν τήν θεμελιώδη συνιστῶσα τοῦ γλωσσικοῦ καί πολιτιστικοῦ μας «εἶναι», νά δώσουμε ἕνα ἰδιαίτερο βάρος στήν μελέτη καί τήν ἀνάδειξη τῆς παμπάλαιας πρωτοελληνικῆς/ γραικικῆς παράδοσης, κάτι πού τό χρωστᾶμε ὄχι μόνο στόν ἑαυτό μας ἀλλά καί στόν κόσμο.

Συγγραφέας: Χρήστος Δάλκος
Άρδην τ. 67

Πηγή: MacedoniaHellenicLand

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ)

Για μας τους Έλληνες και ιδιαίτερα για μας τους Μακεδόνες πρόβλημα αν οι αρχαίοι Μακεδόνες πρόγονοί μας ήταν ή όχι ελληνική φυλή ούτε υπήρξε ποτέ, ούτε πρόκειται να υπάρξει, αφού όλη η ιστορία των Μακεδόνων από την αρχαιότητα ως σήμερα είναι ιστορία Ελλήνων.Το όνομά τους Μακεδνοί, Μακεδόνες, Μακέται πού σημαίνει άντρες ψηλοί σάν τίς λεύκες, όπως και το όνομα της χώρας τους Μακετία, Μακεδονία, προέρχεται από μια πανάρχαια ελληνική λέξη μάκος πού είναι οι δωρικός τύπος της λέξεως μήκος. Ή λέξη μακεδνός μαρτυρείται ήδη από τους αρχαιότερους Έλληνες ποιητές και ιστορικούς συγγραφείς, τον Όμηρο και τον Ηρόδοτο (Οδύσσ. η 106 οιά τε φύλλα μακεδνής αιγείροιο, πβ. Ησύχιο, μακεδνή – μακεδανή• μακρά υψηλή., Ήροδ. 1, 56 το δέ (ελληνικόν έθνος) πολυπλάνητον κάρτα… εκ δέ της Ιστιαιήτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων οίκεε έν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον).

Τα ονόματα των θεών τους, οι μύθοι και οι μυθικοί ήρωες, τα μικρά τους ονόματα, τα ονόματα των μηνών, τα τοπωνύμια και το λεξιλόγιο της διαλέκτου των, όπως μας το διέσωσαν οι μεταγενέστεροι συγγραφείς και Λεξικογράφοι και Γραμματικοί, είναι όλα πανάρχαια ελληνικά. Και όλα αυτά δεν τα μαρτυρεί μόνο ή παράδοση, άλλα τα επιβεβαιώνουν και οι ελληνικές επιγραφές πού βρέθηκαν και βρίσκονται συνεχώς σε ολόκληρη την αρχαία Μακεδονία και πού άρχισαν ήδη συγκεντρωμένες να εκδίδονται.

Αλλά και από τους ξένους επιστήμονες όσοι ως τα τέλη τού περασμένου αιώνα ασχολήθηκαν με τους Μακεδόνες και τη γλώσσα τους, κανένας δεν είχε διανοηθεί να αμφισβητήσει την ελληνικότητα της καταγωγής των.

Ήδη στα τέλη τού 17ου αιώνα και αρχές τού 18ου ονομαστοί γερμανοί φιλόλογοι της εποχής εκείνης, όπως οι Stolberg (Stolbergius) και οι Lang (Langius) ονομάζουν όλη τη μετακλασική περίοδο της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, από τα χρόνια τού Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, ως τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, όχι μόνο ‘Ελληνική Κοινή (Hellenika Communis) ή ελληνιστική γλώσσα (Lingua Macedonica), αλλά και Μακεδονική γλώσσα (Lingua Hellinica) και Μακεδονική διάλεκτο (Macedonicus Sermo) δηλαδή τη γλώσσα την οποία ήδη οι μεταγενέστεροι Έλληνες συγγραφείς είχαν ονομάσει κοινή και την οποία αττικισταί όπως οι Μοίρις την διέστελλαν από την Αττική διάλεκτο ονομάζοντάς την απλώς Ελληνική. Σήμερα την ονομάζουμε και Αλεξανδρινή Κοινή. Έναν αιώνα αργότερα ένας άλλος γερμανός φιλόλογος οι Fr. Sturz έγραφε ολόκληρο βιβλίο με τίτλο De Dialecto Macedonica et Alexandrina, Lipsiae 1808, στο οποίο εξετάζεται επίσης ή αλεξανδρινή κοινή, όπως διαμορφώθηκε στα χρόνια της ακμής των Μακεδόνων και τού Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.

Οι φιλόλογοι αυτοί τονίζουν με έμφαση τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων ότι ή γλώσσα των Ελλήνων είχεν ως ξεκίνημα και αρχή τη Θεσσαλία και τη και ότι όλων των ελληνικών πόλεων και εθνών ή αρχή πρέπει να αναχθεί στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα γειτονικά μέρη. Πράγματι είναι πολύ γνωστά τα σχετικά αρχαία χωρία. Ο Ηρόδοτος π.χ. τονίζει κατηγορηματικά ότι οι Μακεδόνες είναι ελληνικό Έθνος πού κατοικούσε πρώτα στην περιοχή της Οσσας και τού Ολύμπου στην Ίστιαιώτιδα και ύστερα διώχτηκε από τους Καδμείους και εγκαταστάθηκε στην Πίνδο με το όνομα Μακεδνόν, όπου μακεδνόν έθνος ονομάζονται οι Λακεδαιμόνιοι, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Έπιδαύριοι και οι Τροιζήνιοι). Δεν έχει οι Ηρόδοτος καμιά αμφιβολία ότι οι Μακεδνοί αυτοί μιλούσαν γλώσσα ελληνική. Είναι Έλληνες, μας λέγει αλλού (ν, 22) όχι μόνο όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι, αλλά τυχαίνει να το ξέρω και εγώ (Έλληνας δέ τούτους είναι τους από Περδίκκεω γεγονότας κατάπερ αυτοί λέγουσι, αυτός τε ούτω τυγχάνω επιστάμενος), ενώ για τους Πελασγούς, τους οποίους θεωρεί προγόνους των Αττικών τονίζει ρητά στο προηγούμενο χωρίο (1, 56) ότι δεν ξέρει τίποτα για τη γλώσσα τους, για την οποία συμπεραίνει από τις μετακινήσεις τους ότι κάποτε ήταν ξένη, βάρβαρη, και ότι όταν αφομοιώθηκαν από τους άλλους Έλληνες άλλαξαν και ή γλώσσα τους και μιλούσαν ελληνικά (ήντινα δε γλώσσαν ίεσαν οι Πελασγοί ούκ έχω ατρεκέως είπαι). Και οι Αριστοτέλης επίσης (Μετεωρ. 353 α) τοποθετεί το ορμητήριο των παλαιών Ελλήνων (την αρχαία Ελλάδα) στο βορρά, στην Ήπειρο, στην περιοχή της Δωδώνης, ενώ αργότερα οι Πολύβιος διηγείται ότι ένας πρέσβης των Ακαρνάνων, οι Λυκίσκος, μιλώντας στους Λακεδαιμονίους ονόμασε τους Μακεδόνες πρόφραγμα (δηλ. προμαχώνα) της Ελλάδος και ότι αυτό είναι κοινή πεποίθηση όλων των Ελλήνων. Υπάρχει και οι Όλυμπος, στον οποίο όλοι οι Έλληνες τοποθέτησαν οι,τι (ιερότερο και πολυτιμότερο είχαν: τους θεούς των, από την εποχή τού Ομήρου• Ολύμπιο και Δωδωναίο ονομάζει τον πατέρα των θεών, τον Δία και ολύμπια τα δώματα όλων των άλλων Θεών. Το βουνό αυτό όμως είναι της Μακεδονίας και οι Στράβων το ονομάζει πανύψηλο μακεδονικό βουνό (μακεδονικόν όρος μετεωρότατον νιι, 329, απόσπ. 14). Εκεί στους πρόποδές του βρισκόταν το Δίον, ή ιερή πόλη των Μακεδόνων και βορειότερα, όχι πολύ μακριά, οι Αιγές, ή πρώτη τους πρωτεύουσα. Τώρα τα ερείπιά τους μαζί με τα ερείπια και της δεύτερής των πρωτεύουσας της Πέλλας, είναι αψευδείς μάρτυρες τού Ελληνισμού των, όπως και οι ακμάζουσες ως σήμερα μακεδονικές πόλεις ή Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη τη μακεδονίτιδι γράφει οι Αιλιανός ΝΑ 15 200), ή Βέροια, ή Έδεσσα, και άλλες.
* * *

Τα τέλη τού περασμένου αιώνα είναι μια εποχή θα έλεγα «πονηρή για τους λαούς της Βαλκανικής. Είναι ή εποχή κατά την οποία, μετά την επιτυχία της ελληνικής επαναστάσεως εναντίον των Τούρκων το 1821, αρχίζουν και οι άλλοι λαοί της βαλκανικής χερσονήσου να αγωνίζονται για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα όμως αρχίζουν να αποκτούν και Ευρωπαίους «προστάτες». Αυτήν λοιπόν την εποχή παρουσιάζονται στην Ευρώπη γερμανοί κυρίως φιλόλογοι (ιστορικοί, γλωσσολόγοι) οι οποίοι ερευνούν τώρα το μακεδονικό γλωσσικό υλικό με τη μέθοδο της σχετικά νέας επιστήμης, της συγκριτικής, ΙΕ Γλωσσολογίας, οπότε αρχίζει ένα είδος διαλόγου με δημοσιεύματα και απαντήσεις καθώς διατυπώνονται τώρα από μερικούς ορισμένες επιφυλάξεις και αμφιβολίες ως προς την αρχική ελληνική καταγωγή των Μακεδόνων. Οι τελευταίοι στηρίχτηκαν κυρίως στην απουσία, όπως ισχυρίστηκαν, διαλεκτικών μακεδονικών επιγραφών πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ,9 οπότε, όπως πιστεύουν, έγινε οι δήθεν εξελληνισμός των Μακεδόνων, και σε ορισμένες ιστορικές πηγές από τις οποίες οι κυριότερες αναφέρονται στη διάκριση πού γίνονταν κατά καιρούς από ορισμένους συγγραφείς ανάμεσα στους όρους Μακεδόνες και Έλληνες, σαν να μήν είχαμε καμιά άλλη διάκριση ονομασιών των ελληνικών φυλών από την εποχή τού Ομήρου! Άκαρνάνες, Αχαιοί, Βοιωτοί, Δαναοί, Μυρμιδόνες, Έλληνες, Πανέλληνες, Παναχαιοί, Περραιβοί, Γραικοί, Λακεδαιμόνιοι, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Κρήτες, Θηβαϊσι, Φωκεϊς, κ.ά.(Οδ.δ725)

Έτσι στο ελληνικότατο (με ελάχιστες εξαιρέσεις) λεξιλόγιο της μακεδονικής διαλέκτου, όπως μας το διέσωσαν μεταγενέστεροι λεξικογράφοι και συγγραφείς, επεσήμαναν τάχα μερικά στοιχεία συγγενικά με την Ιλλυρική, πού μας είναι κι αυτή ελάχιστα γνωστή, ενώ τον ελληνικότατο χαρακτήρα του, όπως και των τοπωνυμίων, των κυρίων ονομάτων των Μακεδόνων, την ελληνική λατρεία και την συνεχή και συνετή ελληνική δραστηριότητα των Μακεδόνων, πού δεν μπορούν να αμφισβητήσουν, προσπάθησαν να τον εξηγήσουν με τον απίθανο συλλογισμό ότι, οι Μακεδόνες εξελληνίστηκαν τάχα (πώς και από ποιους;) γύρω στον 5ο ή 6ο αιώνα π.Χ.

Στούς συλλογισμούς αυτούς και τις επιφυλάξεις απάντησαν με ανεξάντλητα επιχειρήματα Έλληνες και ξένοι επιστήμονες και κυρίως οι Γ.Ν. Χατζιδάκις με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα σε ελληνική και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Για τον δήθεν «εξελληνισμό» των Μακεδόνων χαρακτηριστική είναι π.χ. ή απάντηση πού έδωσε ήδη το 1906 οι γερμανός φιλόλογος Ο. Hoffmann (Die Makedonen, ihre sprache und ihr volkstrum, Gottingen 1906, σελ. 231): «Το ελληνικό όνομα είναι από άποψη φωνητικής και φωνητικών νόμων, όπως και της μορφολογίας του τόσο βασικά διαφορετικό από το όνομα της Θρακικής και Ιλλυρικής, ώστε το ελληνικό όνομα των Μακεδόνων να είναι αδιανόητο να θεωρηθεί: ως ενδιάμεσος τύπος ανάμεσα στο ελληνικό όνομα και το Θρακικό. Επομένως όποιος δεν θεωρεί τους Μακεδόνες Έλληνες, αυτός λογικά πρέπει να βγάλει το συμπέρασμα ότι ξαφνικά οι Μακεδόνες εγκατέλειψαν εντελώς τα πατροπαράδοτα μικρά τους ονόματα ήδη τον νι ή ν αιώνα και για να δείξουν τον θαυμασμό τους στον ελληνικό πολιτισμό πήραν τα ονόματα των Ελλήνων. Φυσικά το να αντικρούσει κανείς έναν τέτοιο ισχυρισμό το θεωρώ εντελώς περιττό».

Γενικά τον δήθεν «εξελληνισμό» των Μακεδόνων πού δεν αποδεικνύεται άλλωστε και δεν μαρτυρείται από καμιά πηγή, τον ονομάζει οι Hoffmann στον πρόλογό του «ψυχολογικό αίνιγμα.

Αλλά και όλες οι λεγόμενες «πηγές αμφιβολιών είναι πράγματι αμφίβολης αποδεικτικότητας και ως κοινό χαρακτηριστικό έχουν την απουσία εντελώς έστω και μιάς ρητής μαρτυρίας ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες και ότι δεν μιλούσαν ελληνική γλώσσα. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι οι Μακεδόνες ήταν αλλόγλωσσοι ή αλλόθροοι ή βαρβαρόφωνοι, όπως συνήθιζαν να ονομάζουν οι Έλληνες συγγραφείς όσους δεν μιλούσαν ελληνική γλώσσα. Όπως είδαμε οι Ηρόδοτος αναφέροντας το δωρικόν έθνος ως μακεδνόν και το Αττικόν ως καταγόμενο από τους Πελασγούς, μόνο για τους τελευταίους τονίζει ρητά ότι δεν ήξερε τι είδους γλώσσα μιλούσαν. Ο Όμηρος πού δεν αναφέρει πολλά βόρεια ελληνικά φύλα (ενώ γνωρίζει τον Άξιό) σημειώνει ότι στην Ελλάδα υπήρχαν κάτοικοι πού μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Στήν Οδύσσεια οι Μέντης «έπλεε έπ’ αλλοθρόους ανθρώπους» (α 183) και αλλού διηγείται ότι στην Κρήτη υπήρχαν πολλοί άνθρωποι και ενενήντα πόλεις με διαφορετική γλώσσα (άλλη δ’ άλλων γλώσσα μεμιγμένη τ 172). Στήν Ιλιάδα αναφέρει επίσης τους Κάρες ως β α ρ β α ρ οι φ ω ν ο υ ς: «Νάστης δ’ αυ Καρών ηγήσατο βαρβαροφώνων» Β 867). Από τη βόρειο Ελλάδα αναφέρει τους Θράκες ότι ήταν με το μέρος των Τρώων και ότι οι Τρώες είχαν συμμάχους πού μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες (πολλοί γάρ κατά άστυ μέγα Πριάμοιο επίκουροι, άλλη δ’ άλλων γλώσσα πολυσπερέων ανθρώπων… Ιλιάδ., Β 803, πβ. και Δ 437 ου γάρ πάντων ήεν ομός θρόος ούδ’ ία γήρυς, αλλά γλώσσ’ εμέμικτο, πολύκλητοι δ’ έσαν άνδρες (άραγε και οι Παίονες πού ήταν με το μέρος τους να ήταν ελληνική φυλή; — αυτάρ Πυραίχμης άγε Παίονας αγκυλοτόξους τηλόθεν εξ Αμυδώνος, άπ’ Άξιού ευρύ ρέοντος Αξιού ου κάλλιστον ύδωρ επικύρναται αίαν, Ίλιάδ., Β 843). Και οι Μακεδόνες; Το πιθανότερο είναι ότι τότε ακόμα δεν είχαν εμφανισθεί στο προσκήνιο της Ιστορίας, όπως δείχνει το χωρίο τού Άρριανού 7, 92 όπου αναφέρεται ότι οι Φίλιππος Β’ παρέλαβε τους Μακεδόνες «πλανήτας και απόρους εν διφθέραις τους πολλούς νέμοντας ανά τα όρη πρόβατα ολίγα…» (τα λόγια αποδίδει οι Αρριανός στον Μ. Αλέξανδρο, πού απευθύνεται στους μακεδόνες στρατιώτες). Και, δεύτερον, όσα λέγει οι Αθηναίος Δημοσθένης στους λόγους του εναντίον τού Φιλίππου: «μέγας ηυξήθη» (2,5), «ήρθη μέγας» (2,8) «εκ μικρού και τυχόντως γέγονεν ανελπίστως μέγας» (18,182), «μέγας γέγονεν ασθενής ών το κατ’ αρχάς» (1,12), «ευδαίμων μέγας και φοβερός πάσιν Έλλησι και βαρβάροις» (8,67), «μέγας εκ μικρού και ταπεινού το κατ’ άρχάς… ηύξηται» (9,21). Αν όμως στον Όμηρο ήταν άγνωστοι οι Μακεδόνες ή οι ποιητής δεν τους αναφέρει ως ασήμαντους κατά την εποχή των γεγονότων της Τροίας, έν τούτοις υπάρχει στα ομηρικά ποιήματα ή λέξη μακεδνός με τη σημασία ψηλός, για τις λεύκες (οιά τε φύλλα μακεδνής αιγείροιο, Οδυσσ. η 106. Φυσικά δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς εννοεί οι Όμηρος με την έκφραση «μεμιγμένη γλώσσα» και «άλλη άλλων» και επομένως δεν αποκλείεται να εννοεί μ’ αυτήν και τις διαλεκτικές διαφορές της ίδιας της ελληνικής γλώσσας. Μιά τέτοια πιθανότητα φαίνεται ιδιαίτερα στο τ 172 της Οδύσσειας πού αναφέρεται στην Κρήτη. Εκεί μνημονεύονται ανακατεμένοι οι Ετεοκρήτες, οι Κύδωνες και οι Πελασγοί με τους Αχαιούς και τους Δωριείς (…έν μεν Αχαιοί/ έν δ’ Ετεοκρήτες μεγαλήτορες, έν δε Κύδωνες / Δωριέες τε τριχάϊκες = μακρυμάλληδες). Πάντως οι άλλοι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς μετά τον Όμηρο, αρχίζοντας από τον Ηρόδοτο, είχαν συνείδηση πλέον των τοπικών αυτών διαλεκτικών διαφορών. Ο Ηρόδοτος π.χ. αναφέρει για τους Ίωνες ότι είχαν «τρόπους τέσσερας παραγωγέων» (1, 142).

Ενώ όμως των νοτίων Ελληνικών περιοχών οι διάλεκτοι μας είναι γνωστές, γιατί λίγο ή πολύ καλλιεργήθηκαν και μας κληροδότησαν κείμενα και επιγραφές, των βορείων ελληνικών φύλων οι διάλεκτοι δεν καλλιεργήθηκαν, γιατί λόγω της φύσεώς των, όπως θα δούμε, δεν ήταν κατάλληλες για γραπτή γλώσσα, και επομένως οι πληροφορίες γι’ αυτές είναι ελλιπείς. Πάντως δεν λείπουν οι σποραδικές αναφορές και οι νύξεις για την ύπαρξη των.

Ήδη σε ένα απόσπασμα τού έργου «Μακεδόνες» ενός κωμικού τού 5ου αιώνα π.Χ. διαπιστώνουμε το γεγονός ότι οι Μακεδόνες μιλούσαν σίγουρα μια δική τους ελληνική διάλεκτο. Είναι οι κωμικός Σ τ ρ ά τ τ ι ς και το απόσπασμα μια στιχομυθία ανάμεσα σε έναν Αθηναίο και έναν Μακεδόνα: Λέγει οι Αθηναίος: «ή σφύραινα δ’ έστι τις;» και οι Μακεδόνας άπαντά: «κέστραν μεν ύμμες ωττικοί κικλήσκετε» (τι πράγμα είναι ή σφύραινα; — αυτό πού εσείς οι Αττικοί ονομάζετε κέστρα. Πρόκειται για το ψάρι λούτσος). Στον Θουκυδίδη αναφέρονται οι Αιτωλοί ότι αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των Ευρυτάνων και ότι είναι οι γνωστότατοι γλώσσαν, δηλ. εντελώς ακαταλαβίστικοι ως προς την ομιλία τους (ΙΙΙ, 94), Επίσης στον Ευριπίδη (Φοίνισσες 138) οι Αιτωλός Τυδεύς, γιος τού Οινέα, χαρακτηρίζεται ως αλλόχρως όπλοισι μιξοβάρβαρος (παράδοξος ως προς τα όπλα, μισοβάρβαρος — ίσως ως προς τη γλώσσα, πβ. Πλουτάρχου, •Αλέξ., 47, 6 εκέλευε [οι •Αλέξανδρος] γράμματά τε ελληνικά μανθάνειν και μακεδονικοίς όπλοις εντρέφεσθαι [τους νεαρούς Πέρσας]). Πολλοί εξηγούν τα χωρία αυτά στα πλαίσια μιάς υποθέσεως ότι οι Αιτωλοί είχαν αναμιχθεί τάχα τότε με Ιλλυριούς. Ότι οι Αιτωλοί ήταν ελληνική φυλή το γνωρίζουμε ήδη από την •Ιλιάδα όπου αναφέρεται ότι πήραν μέρος μαζί με τους άλλους Έλληνες στην εκστρατεία της Τροίας (Αιτωλών δ’ ηγείτο Θόας Ανδραίμονος υιός, Ίλιάδ. Β 638) και το βεβαιώνουν έπειτα και οι επιγραφές πού βρέθηκαν στην περιοχή. Αργότερα οι λατίνος ιστορικός Τίτος Λίβιος (31,29 – 3ος αιώνας π.Χ.) μας πληροφορεί ότι οι Αιτωλοί μιλούσαν την ίδια διάλεκτο πού μιλούσαν και οι Άκαρνάνες και οι Μακεδόνες.

Βλέπουμε ωστόσο ότι τα ελληνικά αυτά φύλα των βορείων ελληνικών περιοχών, όπως της Ηπείρου, πού πρέπει να μιλούσαν «δύσκολες» ελληνικές διαλέκτους, δεν δίσταζαν ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς της «πολιτισμένης» νότιας Ελλάδας, όπως οι Θουκυδίδης, να τα ονομάζουν «βάρβαρα» και τη διάλεκτό τους «βάρβαρη», όπως δεν δίσταζε και οι Δημοσθένης να αποκαλεί τον Φίλιππο και τους Μακεδόνες «βαρβάρους». Βαρβάρους π.χ. αποκαλεί οι Θουκυδίδης τους Χάονες, τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς (βλ. Π. 80-81). Ακόμα και ή διάλεκτος της Λέσβου χαρακτηρίζεται σε ένα χωρίο τού Πλάτωνος βάρβαρη. Συγκεκριμένα στον Πρωταγόρα (341 ) οι Πρόδικος λέγει για τον Λέσβιο Πιττακό ότι οι Σιμωνίδης κατηγορώντας τον τον θεωρεί ότι είναι γαλουχημένος με γλώσσα βάρβαρη (— Αλλά τι οίει, έφη, λέγειν, ώ Σώκρατες, Σιμωνίδου άλλο, ή τούτο, και ονειδίζειν τω Πιττακώ ότι τα ονόματα ούκ ηπίστατο ορθώς διαιρείν άτε Λέσβιος ών και έν φωνή βαρβάρω τεθραμμένος;) Ότι όμως βάρβαρος δεν σημαίνει στους αρχαίους πάντοτε ξένος φαίνεται καθαρά και από το γεγονός ότι ελληνικότατες λέξεις χαρακτηρίζονται πολλές φορές από λεξικογράφους ή άλλους συγγραφείς «βάρβαρες» (π.χ. το δέ ευκαιρείν βάρβαρον, — φάγομαι βάρβαρον, λέγε ούν έδομαι (Φρύνιχος), αφεδρών και λουτρών βάρβαρα (Σουίδας) κλπ.

Ύστερα άπ’ αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι τα χωρία των αρχαίων συγγραφέων πού αναφέρονται στη γλώσσα των Μακεδόνων, όταν την χαρακτηρίζουν μόνο Μακεδονική, υπογραμμίζουν απλώς ότι πρόκειται για ελληνική διάλεκτο. Και ακριβώς αυτήν την έννοια έχουν οι όροι «μακεδονίζειν» και «μακεδονιστί», όταν αναφέρονται στη γλώσσα των Μακεδόνων, όπως έχουν και οι αντίστοιχες αιολίζειν και αιολιστί, αττικίζειν και αττικιστί, δωρίζειν και δωριστί, ιωνίζειν και ιωνιστί κλπ. Κι ακόμα το ίδιο εκφράζουν και οι λατινικές φράσεις Patius Sermo του Curtius και Macedonicus Sermo τού Σενέκα.

Σαφείς υπαινιγμούς για την ελληνική διάλεκτο των Μακεδόνων έχουμε στα χωρία: Τού Πλουτάρχου, Πύρρος, Π. όπου αναφέρεται ότι οι Πύρρος εγκατέστησε, λέγει, στη Μακεδονία φρουρά από άνδρες οι οποίοι προσποιήθηκαν ότι είναι Μακεδόνες («…ήσαν δε τινες ους οι Πύρρος εγκαθίει προσποιουμένους είναι Μακεδόνας…) και τού Παυσανία ιν, 29,1 οι οποίος περιγράφει μια σκηνή όπου οι Μεσσήνιοι αναγνώρισαν εκείνους πού τους πλησίασαν νύχτα, από την ομιλία και τα όπλα τους ότι είναι Μακεδόνες («…εκ τε των όπλων και της φωνής Μακεδόνας και Δημήτριον τον Φιλίππου γνωρίζουσιν όντας»).

Για την εποχή της Μεσαιωνικής Ελληνικής και της πρώιμης Νέας Ελληνικής οι πληροφορίες πού έχουμε σχετικά με την ιδιωματική γλώσσα των Μακεδόνων και των άλλων βορείων Ελλήνων είναι ελάχιστες. Από τα τέλη όμως τού περασμένου αιώνα αρχίζει ή συστηματική έρευνα των ιδιωμάτων αυτών στα πλαίσια της μελέτης της νέας Ελληνικής γλώσσας. Ένα από τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής ήταν να διαπιστωθούν δυο βασικά γνωρίσματα των βορείων ιδιωμάτων της Νέας Ελληνικής τα οποία σε γενικές γραμμές είναι: 1) ή τροπή των εκάστοτε ατόνων φωνηέντων e (ε, αι) σε ι και ο (ο, ω) σε ον, π.χ. γιλώ (γελώ), πιθιρός (πεθερός), κιντώ (κεντώ), κιρός (καιρός), λιμός (λαιμός), πιδί (παιδί) κ.ά. και 2) ή αποβολή των εκάστοτε ατόνων ι και ου, π.χ. κ’νώ (κινώ), ψ’λά (ψηλά), ψ’κή (ψυχή), π’νώ (πεινώ), κ’λιά (κοιλιά) κ.ά. και β’νό (βουνό), δ’λειά (δουλειά), π’λί (πουλί) κ.ά. ή οποία όμως δεν συμβαίνει πάντοτε.

Παρουσιάστηκε έπειτα το πρόβλημα πότε διαμορφώθηκαν τα δυο αυτά βασικά γνωρίσματα στις περιοχές αυτές. Οι γνώμες πού διατυπώθηκαν κατά καιρούς από Έλληνες και ξένους γλωσσολόγους ήταν πολλές. Μολονότι όμως ήδη το 1898 οι Κ. Dieterich επεσήμανε παρουσία των γνωρισμάτων αυτών σε επιγραφή από τη Θεσσαλία τού 2ου αιώνα π.Χ. ή γνώμη του δεν έγινε αποδεκτή. Από τους άλλους κυριότερους μελετητές τού προβλήματος οι Γ. Χατζιδάκις τοποθετούσε τη διαμόρφωση των δυο αυτών γνωρισμάτων στον 16ο μ.Χ. αιώνα (1892, 1905), οι Ν. Ανδριώτης τον 10ο μ.Χ. αιώνα (1924), και τελευταία οι Γ. Μπαμπινιώτης τον 6ο μ.Χ. αιώνα (1977) (μόνο ως προς την τροπή των ατόνων ε και ο).

Στo μεταξύ οι Α. Γ. Τσοπανάκης (1955) διερωτήθηκε μήπως, αν ή γνώμη τού Κ. Dieterich είναι σωστή, θα μπορούσαμε να δεχτούμε και την ύπαρξη μιάς ζώνης όπου επικρατούσε μια αιολική κοινή και να τη συσχετίσουμε με τη σημερινή ζώνη των βορείων νεοελληνικών ιδιωμάτων.

Σε δημοσίευμά μου σχετικό με την παλαιότητα των δύο αυτών γνωρισμάτων, από αφορμή μια λέξη τού ποιητή της Αλεξανδρινής εποχής (3ος αιώνας π.Χ.) Ηρώνδα, τη λέξη προύν(ε)ικος, υποστήριξα την υποψία αυτή τού Τσοπανάκη με συγκεκριμένα στοιχεία και τοποθέτησα την αρχή του τον 3ο αι. π.Χ.20

Και πρώτα πρώτα το μοναδικό παράδειγμα τού Κ. Dieterich από τον 2ο π.Χ. αιώνα το πλούτισα με περισσότερα και παλαιότερα από τον αιώνα αυτόν, φθάνοντας ως τον 3ο, πού είναι και ή εποχή κατά την οποία αρχίζει ή ισοχρονία των φωνηέντων, μολονότι υπάρχουν και ακόμα παλιότερης εποχής. Έπειτα τη γνώμη ότι τα γνωρίσματα αυτά πρέπει να διαμορφώθηκαν αρχικά στις περιοχές της Βοιωτίας, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, όπου κυριαρχούσε παλαιότερα ή Αιολική διάλεκτος, την υποστήριξα και με το επιχείρημα ότι υπάρχουν σήμερα στη Νεοελληνική Κοινή λέξεις πού διατήρησαν τα γνωρίσματα αυτά τουλάχιστον από τη μεσαιωνική εποχή. Οι λέξεις αυτές ασφαλώς απλώθηκαν στην Ελληνική Κοινή κατά τη μεταγενέστερη και μεσαιωνική εποχή από τις περιοχές αυτές, όπου και σήμερα τα γνωρίσματα αυτά κυριαρχούν ως νόμος, π.χ. βουίζω, βουβός, γουφάρι, κουβαλώ, κουδούνι, σφουγγάρι κλπ.

Προσπάθησα επίσης να εξηγήσω την σποραδική γραπτή παράδοση των γνωρισμάτων αυτών, υποστηρίζοντας ότι επειδή πρόκειται για γνωρίσματα της προφορικής ομιλίας, κατά την οποία οι τύποι των λέξεων αλλοιώνονται, οι λέξεις αυτές δεν κρίνονται κατάλληλες και να γράφονται, παρά μονάχα εκείνες οι οποίες από την πολλή χρήση γίνονται κοινές και όχι όλες, π.χ. ενώ λέμε κάτσε, δεν το γράφουμε εύκολα.

“Ας δούμε τώρα αν υπάρχουν τα βασικά αυτά φωνητικά γνωρίσματα των βορείων ελληνικών ιδιωμάτων και στο μακεδονικό λεξιλόγιο, όπως μας το διέσωσαν οι μεταγενέστεροι λεξικογράφοι και συγγραφείς και τελευταία και οι επιγραφές. Όπως είναι γνωστό το λεξιλόγιο της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου αποτελείται από εκατόν πενήντα περίπου προσηγορικά ονόματα (117, σύμφωνα με την αρίθμηση τού Ε. Degani), ενώ οι επιγραφές μας προσφέρουν κυρίως κύρια ονόματα, πολλά από τα οποία παρουσιάζουν γνωρίσματα της μακεδονικής διαλέκτου.

Στήν εργασία μου για τη λέξη προύν(ε)ικος ανέφερα ως τροπή ο(ω) σε ου τις λέξεις ακρουνοί και κυνούπες από τα δυο λήμματα τού Ησυχίου: ακρουνοί – όροι [= όρη] υπό Μακεδόνων και κυνούπες• άρκτος, Μακεδόνες. Και οι δυο λέξεις οδηγούν στις ονομαστικές άκρων και κύνωψ, πβ. μύ-ωψ, και το λήμμα: άκρουν• όρους κορυφή ή όρος (Ησύχιος).

Σημαντικό τώρα είναι ότι οι Ησύχιος (5ος μ.Χ. αιώνας) αντιγράφει από παλαιότερους Λεξικογράφους και άλλους συγγραφείς, άλλα δεν μας δίνει και χρονολογικές πληροφορίες για τίς μακεδονικές λέξεις, όπως και για τα άλλα λήμματά του. Υπάρχει κάποια χρονολόγηση όταν μας αναφέρει τους συγγραφείς άπ’ όπου παίρνει τα λήμματά του. Όταν π.χ. αναφέρει τον Μακεδόνα Α μ ε ρ ί α τότε ξέρουμε ότι ή λέξη ήταν σε χρήση στους Μακεδόνες τουλάχιστον τον 3ο αιώνα π.Χ. Για τις άλλες λέξεις όμως δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε την εποχή κατά την οποία χρησιμοποιούνταν, παρά μονάχα ότι μπορεί να είναι αρχαίες, μεταγενέστερες ή πρώιμες μεσαιωνικές (ως την εποχή του).

Πιστεύοντας πάντοτε ότι τα δυο βασικά γνωρίσματα των σημερινών βορείων ελληνικών ιδιωμάτων (της Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδος και νησιών τού Β. Αιγαίου) είναι παλαιά (ξεκινούν τουλάχιστο από τον 3ο αιώνα π.Χ.), ξανακοίταξα με κάποια προσδοκία το γλωσσικό υλικό πού αποδίδεται στους αρχαίους Μακεδόνες και Κυρίως τις λέξεις εκείνες πού δεν ετυμολογήθηκαν ακόμα. Πολλοί προτείνουν διάφορες ετυμολογίες, πιστεύοντας ότι είναι, είτε ελληνικής αρχής, είτε ξενικής (θρακικής, Ιλλυρικής, φρυγικής κλπ.), χωρίς όμως ως τώρα να λάβουν υπόψη και το γεγονός ότι αιτία της ετυμολογικής επισκοτίσεώς των μπορούσε να ήταν [και] τα δύο αυτά γνωρίσματα. Ήδη στο βιβλίο μου ιστορία της ελληνικής γλωσσάς, μιλώντας για τίς λέξεις αυτές της Μακεδονικής διαλέκτου, είχα τονίσει μεταξύ άλλων: «…κανένας όμως δεν μπορεί να αποκλείσει, νομίζω, και την περίπτωση μερικές από τίς λέξεις αυτές να είναι ελληνικής αρχής, άλλα να φαίνονται ξενικές εξαιτίας των φωνητικών κλπ. μεταβολών πού τυχόν έχουν υποστεί με το πέρασμα τού χρόνου…». Στήν έρευνά μου αυτή δεν διαψεύστηκα. Σάς παρουσιάζω σήμερα δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Πρόκειται για τις λέξεις των αρχαίων Μακεδόνων: δ ρ ή γ ε ς και Β λ ο υ ρ ε ί τα ι ς.

Η πρώτη μας παραδίδεται από τον Ησύχιο, στη λέξη δρήγες, και σημαίνει σπουργίτια (στρουθοί): δρήγες• στρουθοί Μακεδόνες. Η δεύτερη είναι ένα επίθετο της θεάς Άρτεμης και αναφέρεται σε μια επιγραφή πού βρέθηκε στο χωριό Επισκοπή στην περιοχή της Σκύδρας στη Μακεδονία. Η επιγραφή είναι τού 3ου αιώνα μ.Χ. (253 μ.Χ. περίπου).

Η λέξη δρήγες είναι οι πληθυντικός μιάς αμάρτυρης αρχαίας ελληνικής λέξεως *δείρηξ και σχηματίστηκε από τη γνωστή αρχαία ελληνική λέξη δειρά (δειρή) = λαιμός, τράχηλος (πβ. περι-δέραιον). Από αυτή τη λέξη σχηματίστηκε και ή λέξη δειρ-ήτης, ή οποία αναφέρεται από τον Αθήναιο ότι τη χρησιμοποιούσαν οι Ηλείοι στην Πελοπόννησο και έχει την ίδια σημασία με τη μακεδονική δρήγες, δηλ. στρουθοί, σπουργίτια. Το δρήγες προήλθε από τον πληθυντικό τού *δείρηξ (πβλ. ίρηξ, πέρδιξ κ.ά.) δείρηγες (στον Ησύχιο έχουμε αδέσποτο: δίρηγες), άπ’ όπου με κατέβασμα τού τόνου στην παραλήγουσα προήλθε οι τύπος *δειρήγες (οι Ησύχιος αναφέρει και πάλι τύπο δηγήρες). Ύστερα, με την αποβολή πλέον τού άτονου ει (το ει ξέρουμε ότι προφέρονταν ι ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ.) σύμφωνα με τον ένα από τους δυο γνωστούς νόμους των βορείων ιδιωμάτων, το δειρήγες έγινε: δρήγες (ή ονομαστική δρήξ δεν μαρτυρείται).

Το επίθετο Βλουρείτις αναφέρεται στην επιγραφή ως εξής:

Άρτεμιν αγροτέ- / ραν Γαζωρείτι- / δα και Βλουρείτιν… Για το επίθετο Γαζωρείτις ξέρουμε ότι προέρχεται από τη γνωστή μακεδονική πόλη Γάζωρος. Τι είναι όμως το Βλουρείτις; Ως τώρα δεν είχε δοθεί ικανοποιητική απάντηση. Και όμως ή λέξη είναι και πάλι ελληνική. Είναι τύπος της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου τού επιθέτου Φιλ-ορείτης, το θηλ. Φιλ-ορείτης. Το Φιλ-ορείτης ως φιλ-ωρείτης μας το διέσωσε ένας επιγραμματοποιός των χρόνων τού Αυγούστου, οι Ερύκιος και αναφέρεται στον Πάνα (Πανί φιλωρείτα…, βλ. Παλατινή Ανθολογία νι, 96). Το θηλ. φιλ-ορείτις έγινε στη διάλεκτο των αρχαίων Μακεδόνων βλουρείτις κανονικά με την γνωστή πρώτα τροπή τού φ σε β, την αποβολή έπειτα τού άτονου ι και την τροπή τού άτονο ο σε ου: > φιλο-> βιλο- > βλο- > βλου.
Τελειώνοντας θα αναφέρω μια ακόμα ανετυμολόγητη μακεδονική λέξη πού παρουσιάζει ένα γενικότερο γνώρισμα της Ελληνικής γλώσσας.

Στό λήμμα τού Ησυχίου γάρκαν• ράβδον, Μακεδόνες, ή λέξη γάρκαν δεν έχει ακόμα ετυμολογηθεί σίγουρα (οι Degani, Ελληνικά 35, 1984, 14, χαρακτηρίζει το έτυμον Obscurum). Και όμως πρόκειται εδώ για την ελληνικότατη λέξη τον ή την χάρακα(ν), αιτιατική της λέξεως οι, ή χάραξ, ή οποία με τη γνωστή μακεδονική τροπή τού χ σε γ και την αποβολή τού α (κατά τον λεγόμενο νόμο τού Kretschmer) μετατράπηκε σε γάρκαν (το τελικό -ν, κατά τα ημέραν, χώραν κλπ.). Ή λέξη σημαίνει στην αρχαία Ελληνική και «ράβδος δισχιδής κατά το έν άκρον προς υποστήριξιν κλημάτων αμπέλου κοινώς “κάμαξ”.

Και είναι αυτός ένας ακόμα αψευδής μάρτυρας της συνεχούς παρουσίας τού μακεδονικού Ελληνισμού στην πολύπαθη γη των πατέρων μας.

Α. Ι. Θαβώρης
ΠΗΓΗ: Γ. Μπαμπινιώτης, Η γλώσσα της Μακεδονίας, εκδ. Όλκος 1992.

Πηγή: Μaccunion

ETYMOLOGY OF THE NAME “MAKEDNOS” AND “MACEDONIA”

The name “Macedonia”, from which derived: Macedon(ios) = Macedonian, Macedon(Greek Μακεδονία > Μακεδον(ίος) – Μακεδών), such as: Magnis, Maketis and other, etymologically derive from the Dorian root «mak-» from which derive the following: makos or in the Ionian dialect “mikos” (= length, long ) and magnus (= big = long, such as macaroni, spaghetti and other), as well as the compound words: Macedonia, makednos … In Odyssey (G’ 106) it is reported as “οία τε φύλλα μακεδνής αιγείρειο”, where the word “μακεδνης = makednis” reveals the adjective “makednos, that is translated into ‘evmikei’, that is to say with ‘makos’ or (in the Ionian dialect) «mikos”, meaning ‘length’ and consequently “Makednos” meaning ‘maketis (evmikeis= tall’, referring to men and Macedonians = ‘evmikeis = tall men, and thus “Macedonia” = the long country.

Specifically, the name “Maked(a)nos” is a compound word, derived from “makos” and “έd(a)nos” or “ed(a)nόs”. The word “makos” or mak(r)os or (in the Ionian dialect) mikos” = length, long (Latin maks > max = Greek megas or magnis); from which derive: big, more, major, magnus, grand, such as macaroni (spaghetti)…

However, different is the word: “makkos” with two ‘kk’ or contemporarily “makos”. The word “edanos” Iliad (N, 172) with the tone in the suffix it means pleasant, “ednon” = sweet, savory, odoriferous and other, from “edos > idy (ηδύς) ” and “idos, idomai” = pleased, satisfied. With this etymology “makednos” means maketis= (long, tall) and edanos (sweet, likeable, beautiful) meaning man. The word “ed(a)nos,” with the tone in the first syllable means either the nation (derivative: “seat, capital”), Dorida, cradle of the Dorians or the gift – the gifts (from ‘edna’, ‘ednaomai’-‘omai’, ‘ednoo’-‘o’ = gifts, I give away), hence “ednoi” – mak-ednoi =Dorians – it is reminded that the Macedonians are of Dorian origin. With this etymology “makednos” = maketis = (long, tall). Dorian (that is, “Dorianstrichaikes) and Macedonia = the great Dorida.

Source: Glorious Macedonia: The Authentic History of the Macedonians – By Adam Krassanakis